United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


— Κ' εγώ ήσκασα να καταφέρω τον Κεριάκο, είπεν ο Σερέτης· θαρρείς πως είν' εύκολα πράμματα, γούμενε; Θέλει να σ' ευκαριστήση μα και φοβάται το γέρω Κοντοπάνη. — Εσύ να τονε φέρης στου Μαρούπα, καθώς εμείναμε σύμφωνοι και τ' άλλα είν' εδική μου δουλειά. Αμέ ο παππάς ο Κρητικός; — Σύμφωνος· το δίχτυ έννοια σου είνε καλά βαλμένο, είπεν ο 'γούμενος και δε μπορεί παρέ να πιαστή.

Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;

Είπεν ο δήμαρχος· ο Κεριάκος είν' αρρεβωνιασμένος καιρό τώρα, με την κόρη του Κοντοπάνη κ' εσείς τον επήρατε, τον εμεθύσετε για να τονε παντρέψετε με το ζόρι! — Ψώματα! εφώναξε ο Μαρούπας. — Πιο ήσυχα, γέρω, είπε τότε ο ειρηνοδίκης· η αλήθεια θα φανή ευθύς και καθένας θα βρη το δίκηο του. Και επλησίασε τον γαμπρό.

Κάθουνται σ' ένα τραπέζι γύρω, φορτωμένο από φαγιά και πιοτά. Η ομιλία τους είνε πολύ σοβαρή. — Εκείνα που σου λέου, Κεριάκο, είνε τα καλά και τ' άγια· στην υγειά σου. — Για να ης, γούμενε, — Το λόγο σου τον έχω τόσον καιρό τώρα και δεν ακούω πλιο πρόφασες. — Ναι, μα το λόγο μου τον ήδωκα πρώτα του Κοντοπάνη.

Κάνει αυτός ό,τι θέλει κ' έννοια σου. — Ναι μα τώρα είμαι περίεργος να διώ πώς θα τα ξεμπερδέψη με την ιστορία της κουμπάρας του της Φλουρούς της κόρης του γέρο-Μαρούπα, που θέλει και καλά να της δώκη τον Κυριάκο τον Κοβάκα που είνε αρρεβωνιασμένος τόσον καιρό τώρα με την Αννέζα του Κοντοπάνη. Προχτές τον είχε κλεισμένο στο 'γουμενιό και τον εμέθυσε.

Θέλει αυτή τη δουλιά να τηνε κερδήση χωρίς άλλο και για τη φιλοτιμία τουκαθώς λέεικαι για να μπη στη μύτη του εχθρού του τού Κοντοπάνη, οπού τον εκατάτρεξε περισσότερο από κάθε άλλονε. Με όλη του όμως την τέχνη, βλέπει τον γαμπρό να παραδέρνη σαν το νερό, στα ενάντια ρεύματα, και αποφασίζει να βάλη εις ενέργεια τα μεγάλα μέσα, ό,τι τέχνασμα και κατεργαριά του έλθη στο νου.

Ήθελε να νικήση και τον Κοντοπάνη και τον Δήμαρχο που τούκανε τον εχθρό. Ζήτημα, βλέπετε, φιλοτιμίας! Ύστερ' απ' αυτά, απόλυσε τον Σερέτη και έμεινε μονάχος. Είπε στον υποταχτικό του, το μικρό Αμβρόσιο, ξανθόμαλλο, παχουλό και αφράτο παιδί, πως θα κοιμηθή και να μην τονε ταράξη κανένας και μόνο σαν έλθη το Βαγγελάκι, ο γυιός του Μανάρα του χωρικού να τον ξυπνήση χωρίς άλλο.