Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Ο Μουζαφέρ αφού και τον αφηκράσθη, τον επίστευσε και του είπε· μη θλίβεσαι, ότι οι ευτυχίες είνε συντροφιασμένες με τες δυστυχίες· εσύ ημπορείς να εύρης εδώ τον τρόπον διά να χαροποιηθής· σήκου και ακολούθει μοι έως το σπήτι μου. Ο Κουλούφ με προθυμίαν τον ακολούθησεν, ο οποίος ερχόμενος εις το σπήτι του Μουζαφέρ εκατάλαβεν ότι ήτον ένας υπέρπλουτος πραγματευτής.
Πρώτη τον εκατάλαβεν η Αυτονόη, κι αμέσως έρριξε φοβερή κραυγή και ξαφνικά πηδώντας εγκρέμισε κ' εσκόρπισε τα σύμβολα του Βάκχου πούν' άπρεπο να τα θωρούν οι αμάθευτοι οι ανθρώποι. Τότε κ' εκείνη εμάνιωσε κ' εμάνιωσαν κ' οι άλλες. Φεύγει ο Πενθεύς τρεχάμενος και κατατρομαγμένος, κι αυτές, ανασηκώνοντας το φόρεμα στη ζώνη, έτρεχαν κατά πίσω του και τον εκυνηγούσαν.
Και τότε η Πλανταρού είδε κ' εκατάλαβεν από την τρικυμίαν όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κ' εκινδύνευε να βουλιάξη, και τότε ενόησε τι θα 'πη νάχη κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφθανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτον ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού.
Εκείνο το πονηρόν γεροντίδιον βλέποντάς με εις τοιαύτην μεταβολήν, εκατάλαβεν ότι το πιοτόν εκείνο έκαμεν αυτό το αποτέλεσμα εις εμένα και μου έκαμε νεύμα διά να του δώσω να πίη· και όταν το εγεύθη, του εφάνη τόσον γλυκύ και νόστιμον εκείνο το κρασί, που το έπιεν όλον, το οποίον ήτον αρκετόν διά να το μεθύση, καθώς και εσυνέβη.
Αυτά τα δικαιολογήματά μας εδιαπέρασαν την καρδίαν του, και εκατάλαβεν αυτός ότι αυτό εστάθη περισσότερον αδυναμία μας, παρά κακή μας γνώμη.
Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας έλυονε, και τα δάκρυα 'ς τα μάγουλα του ερρέαν. και ως κλαίοντας τον άνδρα της γυνή περιλαμβάνει, 'πώπεσ' εμπρός 'ς τα τείχη του και εις τους λαούς να σώση την πόλι και τα τέκνα του απ' την κακήν ημέρα, 525 και, ως βλέπει αυτόν οπού σπαρνά 'ς το ψυχομάχημά του, αυτή ριμμένη επάνω του θρηνολογεί, κ' εκείνοι την ράχη και τους ώμους της κτυπώντας με τ' ακόντι, την σέρνουν εις τα βάσανα, 'ς τα πάθη της δουλείας, και αυτής ο πόνος ο πικρός τα μάγουλα μαραίνει• 530 όμοια τότ' έρρεαν πικρά τα δάκρυα του Οδυσσέα. και όλων των άλλων έμεναν τα δάκρυα του κρυμμένα• μόνος τον εκατάλαβεν ο Αλκίνοος, 'που καθόνταν σιμά του, και τον άκουσε να βαρυαναστενάζη• και εις τους ναυτικούς Φαίακαις ευθύς εκείνος είπε• 535 «Ακούσετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων• ν' αφήσ' ήδη ο Δημόδοκος την ηχηρήν κιθάρα, ότι μ' αυτά, 'που τραγουδεί, δεν καλοαρέσ' εις όλους• 'ς το δείπνο αφού καθίσαμε και άρχισ' ο αοιδός ο θείος, απ' το πικρό παράπονο δεν έχει παύσει ο ξένος• 540 πόνος μεγάλος την καρδιά, θαρρώ, του καταθλίβει. άρα να μείν' ο αοιδός, όπως χαρή και ο ξένος μ' εμάς, 'που τον ξενίζουμε, και τούτο θέλ' η τάξι. όλα γι' αγάπην έγειναν του σεβασμίου ξένου, προβάδισμα, χαρίσματα, 'που τον φιλοδωρούμε. ότ' είναι ως άλλος αδελφός ο ξένος και ο ικέτης 545 του ανδρός, όπ' έχει 'ς την καρδιάν αίσθησι καν ολίγη. όθεν και συ μην προσπαθής με τέχνη να μας κρύψης ό,τι ερωτώ σε• είναι καλό να μας το φανερώσης. τ' όνομα ειπέ, 'που σ' έκραζαν εκεί πέρα οι γονείς σου, 550 κ' οι άλλοι εκεί 'ς την πόλι σου, και οι γείτονες τριγύρω. ότι ανονόμαστος κανείς δεν είναι των ανθρώπων, 'ς τον κόσμον άμα γεννηθή, μικρός είν' είτε μέγας, αλλ' όλων, άμα ιδούν το φως, το βγάζουν οι γονείς τους. και ειπέ μου την πατρίδα σου, τον δήμο, και την πόλι, 555 όπως τα πλοία στρέφοντας εκεί την νόησί τους σε φέρουν• ότ' οι Φαίακες δεν έχουν κυβερνήταις, ούτε πηδάλια αυτά βαστούν, ως έχουν τ' άλλα πλοία• αλλά την γνώμην εννοούν, τα φρένα των ανθρώπων. ταις χώραις, τους παχείς αγρούς της οικουμένης όλης 560 γνωρίζουν, και της θάλασσας περνούν το μέγα στόμα γοργότατα, 'ς την καταχνιά, 'ς την συννεφιά κρυμμένα, ουδέ ποτέ τους να χαθούν ή να βλαφθούν φοβούνται. μόνον τούτ' άκουσ' άλλοτε, 'πώλεγεν ο πατέρας Ναυσίθοος, ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, 565 'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους• ότι ο θεός έν' εύμορφο καράβι των Φαιάκων, ως γέρνει από προβάδισμα ποτέ, 'ς το μαύρο κύμα, θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος θα κλείση μέγα• τούτά 'πε ο γέρος, και ο θεός ή θέλει τα ενεργήση, 570 ή μένουν ανενέργητα, καθώς αρέσει εκείνου. αλλ' έλα τώρα θέλησε σωστά να μου αναφέρης τα μέρη όπου πλανήθηκες, τους τόπους όπου εβγήκες, ταις χώραις ταις καλόκτισταις κ' εκείνων τους κατοίκους, και όσοι απ' αυτούς ήσαν κακοί, άγριοι και όχι δίκαιοι, 575 και όσοι φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' ήτο η γνώμη. και ειπέ τι τόσ' οδύρεσαι οπόταν των Αργείων των Δαναών το πάθημα ακούσης και του Ιλίου. κείνο το έκαμαν οι θεοί, κ' έκλωσαν των ανθρώπων όλεθρον μέγαν, να το ειπούν κ' οι απόγονοι τραγούδι. 580 μη συγγενής σου έπεσε 'ς τα τείχη εμπρός του Ιλίου, άξιος, γαμβρός, ή πενθερός; στενότατ' είναι τούτοι, κατόπι από το αίμα μας και από την γενεά μας. ή κάποιος σύντροφος λαμπρός, εγκαρδιακός σου φίλος, έπεσε; ότι 'ς την γνώμη μου κατώτερος δεν είναι 585 απ' αδελφόν φίλος με νου και γνώσι προικισμένος».
Αυτό δε το πτωχόν εκατάλαβεν ότι δεν το καλοβλέπουν οι μεγαλοπρεπείς του συγκάτοικοι, και εμελαγχόλησε. Εκεί καταβαίνει εις το περιβόλι μία νέα με έν μεγάλον ψαλίδι εις το χέρι, προχωρεί προς τους λαλέδες και κόπτει ένα, κόπτει δύο, κόπτει ένα σωρόν. —Αχ! εστέναξε το χαμόμηλον. Φρίκη! Κρίμα τα ωραία άνθη! Η νέα έφυγε με το ψαλίδι εις το έν χέρι και τους κομμένους λαλέδες εις το άλλο.
Και η όρνιθα, της οποίας το πτερόν είχε πέσει δεν εκατάλαβεν ότι ήτο ιδική της όλη αυτή η ιστορία, και ως καθώς πρέπει όρνιθα οπού ήτο και αυτή, είπε: — Σιχαμέναι όρνιθες ! Το κακόν είναι ότι είναι και άλλαι ωσάν αυτάς ! Δεν πρέπει να σιωπηθή μία τοιαύτη ιστορία, θα βάλω τα δυνατά μου διά να τυπωθεί εις την εφημερίδα και να το μάθη όλος ο κόσμος, και να πάθουν ό,τι τας πρέπει και αι πέντε αυταί όρνιθες και αι οικογένειαί των!
Εκατάλαβεν αυτήν ευθύς ο βασιλεύς των τελωνίων, και μου είπεν, ω Ιμάμη, τι έχεις; μία θανατηφόρος θλίψις φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου εδώ και ολίγας ημέρας, ειπέ μου τι είνε το αίτιον; Αχ μεγαλώτατε βασιλέα, του απεκρίθηκα· ένα σκληρόν όνειρον που είδα διά την γυναίκα μου ετάραξε μεγάλως την ησυχίαν μου, και μου άναψε την επιθυμίαν διά να την ιδώ, και διά τούτο είμαι έτσι καθώς με βλέπεις περίλυπος.
Ύστερον δε αφού είδε δύο και τρεις φορές που να χάση τες αισθήσεις της, οπόταν εγώ εις αυτήν επλησίαζα, εκατάλαβεν ότι η κατάστασις εις την οποίαν την ίδετε, θα ήτον η παίδευσις που εκείνος ο σκληρός φιλόσοφος της έκαμεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν