United States or Botswana ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία• εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325 'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».

«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου• 130 έλεγατην πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, όμως αφού πάθη πολλά• και κάποτε να φθάση, άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, 135 μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, 'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων».

Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους 165 οι Φαίακες μακρύκουποιτην θάλασσ' ακουσμένοι• και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε• «ω Θε μου, ποιος σπέδισετην θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο».

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Αυτά 'πε• χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, με το χέρι τον χάιδευσε, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα• 290 «Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, 'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος• σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, ουδέτην γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν• 295 αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν• σοφ' είμασθε και οι δύο• συ πρώτος είσαι των θνητώντην σκέψι καιτους λόγους, και πάλι εγώ μες τους θεούςτον νου καιτην σοφία φημίζομαι• δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη 300 σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι• και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρηςτην πατρίδα, 305 και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, να σου προειπώ• κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα• μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, ότι απ' τα ξένα εγύρισες• και απ' τους αυθάδεις άνδραις όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». 310

Τούτα έψαλνεν ο ξακουστός αοιδός, και ο Οδυσσέας εις την ψυχή του ευφραίνονταν, ως τ' άκουε, κ' οι άλλοι, Φαίακες οι μακρύκουποιτην θάλασσα ακουσμένοι.