United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


και ταις εξήςτον νουν σου γράψε νουθεσίαις·τους στοχασμούς σου γλώσσαν να μη δίδης, μήτε εις στοχασμόν σου ενέργειαν πριν τον ωριμάσης· να ήσαι καταδεκτικός, πλην μη χυδαίος· τους φίλους 'πώχεις, αφού πρώτα δοκιμάσης, με κρίκους δέσε εις την ψυχήν σου αδαμαντίνους· πλην της παλάμης σου την αίσθησιν μη φθείρης μ' όποιον η ώρα σύντροφόν σου ξεκλωσσήση.

Και τότε το κορίτσι θα φωτισθή και θα τ' αρωτήσης, τι βλέπε; Κ' εκείνο θα σου πη βλέπω το και το, ή βουλιαμμένο είνε το καράβι, ή αβούλιαχτο. — Δέσε τη γλώσσα σ', είπεν η Αρχόντω. — Ναι· ο λόγος το λέει. Έτσι της είπε η Γκότσαινα, κ' έτσι έκαμε η Ραχιώταινα.

Ο Ζάχος συνωφρυώθη και δεν είπε τίποτε. Η Μαλάμω έσφιξε πάλιν αυτόν επί της καρδίας της, προσβλέπουσα με βλέμμα παρακλητικόν την Παναγίαν μικρού εικονισματίου, εις μίαν γωνίαν του οικίσκου ανηρτημένου και τον ώθησε προς την θύραν. — Μα για στάσου, στάσου! εφώναξεν αίφνης, μειδιώσα. — Τ' ένε; ηρώτησεν ο Ζάχος, ιστάμενος. — Δέσε καλά το πόσι σου, καϋμένε!

Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλοντην φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδατην φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μητο ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκότο ολόμαυρο καράβι». 445

Το πόδι σου σαν περιστέρι, τα ρείθρα λες αφρός τα γγίζει και φέγγει γύρω τον αέρα· δέσε στο χέρι μου το χέρι και πέρα από τον κάμπο, πέρα κι από το λόφο, πέρα πάλι κι απ το βουνό και το ακρογιάλι και πάντα εμπρός και πάντα πέρα προς την ολόφωτην ημέρα! Τι θέλουν αυτοί κάτω συναγμένοι κι άγρια φωνάζουν κι έξω με ζητούν; ι ο βασιλιάς ρωτά, και οι καθισμένοι γύρω βλέπονται μόνο και σιωπούν.

Και, πού θέλεις να σταθώ εγώ τώρα; απολαμβάνει ο ταλαίπωρος Παρδαλός, μη βλέπων τόπον κενόν προ του κατόπτρου. — Έλα, μη μουρμουρίζης, απαντά μειλιχίως ελέγχουσα η κυρία, περιπόρφυρος εκ του ματαίου κόπου, ον καταβάλλουσιν οι χονδροί αυτής βραχίονες, ανακαμπτόμενοι όπισθεν της κεφαλής της. Δέσε μου μία στιγμή εδώ αυτό το βελουδάκι, και σου αφίνω όλον τον τόπον ελεύθερον.

Δέσε στο χέρι μου το χέρι, έτσι όπως τότε μιαν ημέρα· πουλιά λαλούσαν στον αέρα, στης άνοιξης το πρώτο χάδι στους κλώνους έλιωνε το χιόνι· ήταν βαθιά μες στο λαγκάδι και βρέθηκες κοντά μου μόνη. Δε λέω το μυστικό σου· στάσου να πω μονάχα τη χαρά σου όταν στο λόφο είχαμε φτάση κι αντίκρυσες τον ήλιο κάτου, που χρυσοφώτιζε τα δάση· σ' ένα λαμπρό βασίλεμά του.

Να κοιμηθώ. — Καλά· δέσε τ' αρνάκι σουτο παλούκι κ' έμπα μέσα. Αλλ' η Μάρω ήθελε να πάρη μαζί της και τον Γιάννο· δεν ήθελε να τον αφήση έξω και μάλιστα καταμόναχον. Ο γέρων χωρικός όμως δεν επέτρεπε τοιούτον τι· αρνί μέσα εις τον πύργον, πού ηκούσθη ποτέ! έπειτα κλέφτες με κλέφτες δεν επάτησαν ποτέ εκεί.

Και γύρνα, την Πεντάμορφη γυναίκα σου να πάρης. Το λέει ο πετροκότσυφας 'ςτό δροσερό τ' αυλάκι, Το λεν 'ςτά πλάια η πέρδικες, 'ςτήν ποταμιά τ' αηδόνια. Το λέν 'ςτ' αμπέλια η λυγεραίς, το λεν με χίλια γέλοια, Το λέει κ' η Γκόλφω η ώμορφη, το λέει με το τραγούδιΑμπέλι μου, πλατύφυλλο και καλοκλαδεμμένο, Δέσε σταφύλια κόκκινα, να μπω να σε τρυγήσω, Να κάμω αθάνατο κρασί, μοσχοβολιά γιομάτο.