Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Δάμαρ — Μόνον, μου έδωκες χρυσοκέντητα πέδιλα εις τους πόδας, και αδάμαντα εις την ζώνην, και περιδέραιον εις τον λαιμόν, και τόσα άλλα πράγματα!... Ω! Να έχω χρυσά πέδιλα διά να στενάζη υπό τους πόδας μου η γη, να φορώ πολύθρουν μέταξαν περί τα σφυρά και τα σκέλη, να φέρω σκληρόν αδάμαντα εις την ζώνην την χρυσήν, όφεις εκ μαργαριτών να μου περισφίγγουν τον ζωοποιόν τράχηλον, να φέρω κρίκους περιειλητούς εις τους δακτύλους, άλλους κρίκους κρεμαστούς εις τα ώτα, και να έχω την ευπλόκαμον κόμην γυμνήν!... Έν μικρόν πράγμα μου χρειάζεται, ω &Πόσι&!
Ο Ζάχος συνωφρυώθη και δεν είπε τίποτε. Η Μαλάμω έσφιξε πάλιν αυτόν επί της καρδίας της, προσβλέπουσα με βλέμμα παρακλητικόν την Παναγίαν μικρού εικονισματίου, εις μίαν γωνίαν του οικίσκου ανηρτημένου και τον ώθησε προς την θύραν. — Μα για στάσου, στάσου! εφώναξεν αίφνης, μειδιώσα. — Τ' ένε; ηρώτησεν ο Ζάχος, ιστάμενος. — Δέσε καλά το πόσι σου, καϋμένε!
Πόσις. — Το ποίον; Λέγε. Δάμαρ. — Έν μικρόν διάδημα, ω Πόσι, διά την κεφαλήν, Πόσις. — Ω! διάδημα!... Αντιποιείσαι βασιλείαν; Δάμαρ. — Διατί να μη αντιποιούμαι; Δεν είμεθα οι δύο μας επί της γης; Δεν είσαι συ ο βασιλεύς πάντων των κτηνών και πάντων των ερπετών, και των πετεινών και των θηρίων; Και αν είσαι συ βασιλεύς, εγώ δεν είμαι βασίλισσα; Τι είμαι; Πόσις. — Σκληρόν το αίτημά σου, ω Δάμαρ.
Δάμαρ. — Εκράτησες συ δι' εαυτόν παν το αξίωμα και πάσαν την αρχήν και πάσας τας προνομίας. Θέλω κ' εγώ να συμμετάσχω των δικαιωμάτων σου, καθώς συμμετέχω όλων των υποχρεώσεων και όλων των κόπων σου και όλων των λυπών σου — Επιθυμώ να ψηφίζω, να γραμματεύω, να βουλεύω, να στρατηγώ, να καταδυναστεύω... Καιρός να μοι δοθή ισοπολιτεία, ώ Πόσι. Πόσις. — Επιθυμείς, είπες, να στρατηγής.
Τ' όνομά σου είναι πόλεμος, Πόσι, τ' όνομά μου είνε ειρήνη επί της γης. Πόσις. — Και όταν βασιλεύσης συ, δεν θα υπάρχη πλέον πόλεμος; Δάμαρ. — Ουδαμού. Πόσις. — Και ουδείς ο πολεμών την ειρήνην; Δάμαρ. — Ουδείς. Πόσις. — Το εναντίον της ειρήνης δεν θα υπάρχη; Δάμαρ. — Ουχί! Συ ποιείς τον πόλεμον. Εγώ φέρω ειρήνην. Πόσις. — Ισχυρογνωμονούσα και θέλουσα δήθεν την ειρήνην, δεν πολεμείς;
Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του, Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο, Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του, Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα: — Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια, Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει, Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.
Έκοψα τας ρίνας δύο Ινδών όπως αποσπάσω τους χρυσούς και λιθοκολλήτους κρίκους των, διά να κατασκευάσω ενώτια διά τα ώτα σου τα διάτρητα, τα διαφανή, τα οποία χρησιμεύουν ως δύο θύραι εισόδου και εξόδου διά τους λόγους τους παρ' εμού — Και τώρα τι άλλο απαιτείς ακόμη, ω Δάμαρ; Δάμαρ. — Τίποτε, ω, τίποτε! Αναγνωρίζω, τας ευεργεσίας σου, ω Πόσι. Πόσις. — Λοιπόν ειρήνευε, και έσο αυτάρκης.
Η Μαλάμω επλησίασε και αφήρεσεν από της κεφαλής του Ζάχου το πόσι του, δεμένον ατάκτως άνω του φεσίου, εδίπλωσεν αυτό επιμελώς επί του γόνατος και το έδεσε πάλιν δις και τρις γύρω, προσέχουσα να μη προβάλη καμμία πτυχή κ' έρριψεν οπίσω επί των ωμοπλατών τας δύο χρυσοκεντήτους και θυσανοφόρους άκρας του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν