United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ζάχος συνωφρυώθη και δεν είπε τίποτε. Η Μαλάμω έσφιξε πάλιν αυτόν επί της καρδίας της, προσβλέπουσα με βλέμμα παρακλητικόν την Παναγίαν μικρού εικονισματίου, εις μίαν γωνίαν του οικίσκου ανηρτημένου και τον ώθησε προς την θύραν. — Μα για στάσου, στάσου! εφώναξεν αίφνης, μειδιώσα. — Τ' ένε; ηρώτησεν ο Ζάχος, ιστάμενος. — Δέσε καλά το πόσι σου, καϋμένε!

Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. Ο γέρων συνωφρυώθη. — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.

Ο Βινίκιος συνωφρυώθη, είτα δε εξηκολούθησε: Κανείς δεν μας είδεν, όταν εισήλθομεν εις την οικίαν αυτήν, εκτός ενός Έλληνος, όστις είχεν έλθει μαζί μας εις το Οστριανόν. Φέρετέ τον εδώ και θα τον διατάξω να σιωπήση διότι είναι μισθωτός μου. Θα γράψω εις τους οικείους μου ότι απέρχομαι εις Βενεβέντον.

Ο πατήρ αυτών εδώ, — και έδειξε τους δύο σταυρούς, — ήθελε, κατά την τάξιν, να πρωτονυμφεύση τον Μίχον, τον πρωτότοκον, ο δε Κύριος Μελέτης ενόμισεν ότι εξασφαλίζει την ευτυχίαν της θυγατρός του δίδων αυτήν κατά προτίμησιν εις τον επιστήμονα, τον ιατρόν! Ο Κ. Σπυράκης διέκοψε τον λόγον. Το συνήθως φαιδρόν πρόσωπόν του συνωφρυώθη.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Το παραπέτασμα της θύρας ηνοίχθη αποτόμως και εφάνησαν ο απελεύθερος του αυτοκράτορος Φάων και όπισθεν αυτού ο ύπατος Λικίνιος. Ο Νέρων συνωφρυώθη. — Τι συμβαίνει; ηρώτησεν ανυπομονών. — Συγγνώμην, θείε αυτοκράτωρ, είπεν ο Φάων με ασθμαίνουσαν φωνήν. Η Ρώμη καίεται. Το μεγαλείτερον μέρος της πόλεως ευρίσκεται εντός των φλογών. Όλοι οι παρεστώτες έγιναν κάτωχροι και ηγέρθησαν αποτόμως.

Θα ήσαν τρεις μετά μεσημβρίαν, όταν εφάνη ένα συννεφάκι επάνω εις την άκραν της Τήνου· ο Αντωνέλλος συνωφρυώθη και χωρίς να χάνη καιρόν, παρώτρυνε τας γυναίκας να φύγουνΘα χωμε φουρτούνα γλήγορα, ταις είπε· η Τήνο άρχισε να καπελλώνη . . .

Ήρχισε να κυκλοφορή το ποτήριον της ρακής, και οι ναυπηγοί όλοι και οι περιπατηταί έλεγαν τας συνήθεις ευχάς: Καλορρίζικο! μάλαμα το καρφί τ', καπετάνιο! — Καλό &μπλέξιμο&, καπετάνιο! Οι άλλοι εκάγχασαν· ο ξανθομούστακος πλοίαρχος συνωφρυώθη, ο Τσούρμος ηγέρθη εκ των οπισθίων ποδών και αφήκε φοβεράν υλακήν!

Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.