United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις συνέχειαν αυτών ετάχθησαν οι Καυλομύκητες, βαρέως ωπλισμένοι, δέκα χιλιάδες τον αριθμόν. Ωνομάσθησαν δε Καυλομύκητες, διότι είχον ασπίδας από μανιτάρια και τα δόρατά των κατεσκευάζοντο από καυλούς σπαραγγιών.

Ο ούτω ιδών το φως Κιβίλης, βαρέως πληγωθείς τριάκοντα μετά ταύτα έτη κατά την πολιορκίαν της Ρουέννης, ετάφη μετά σωρού άλλων νεκρών και διέμεινε πάλιν υπό την γην επί ολόκληρον ημέραν, μέχρις ου ο αναζητών το πτώμα του πιστός υπηρέτης εξέθαψεν αυτόν ζώντα ακόμη και μέλλοντα ν' αποδυθή εις νέους μετ' ολίγον αγώνας.

Εις κακήν ώραν ήλθες, φίλε, τω απαντά ο πτωχός χωρικός· η σύζυγός μου πάσχει βαρέως, η δε καλύβη μου δεν έχει παρά δύο δωμάτια· εις το έν κοίτεται η σύζυγός μου, το δε άλλο κατέχεται από τα έξ παιδία μου. Είσελθε όμως, και θέλω προσπαθήσει να σε εξοικονομήσω. Ο μακαρίτης πατήρ μου μ' έλεγε πάντοτε « κάμνε καλόν, και ο Θεός μετά σου . »

Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ' ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθησεν εις το πηδάλιον φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θειά το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι και την κουζούκα της.

Ουδαμώς ανεχόμενος την ταπείνωσιν και βαρέως φέρων την υπερίσχυσιν του Ιμβραήμ, γαμβρού και διαδόχου του Κουρτ πασά, αμειλίκτου εχθρού του, εν τη σατραπεία του Βερατίου, ανεχώρησεν εις Αίγυπτον και προσήνεγκε τω Μεχμέτ Αλή την σπάθην, πολεμούντι τότε προς τους Κιολεμενίδας. Εύρεν εκεί ο Βριόνης ευρύ στάδιον προς την φιλοδοξίαν του.

Δεν ήτο κατάλυσις του Μωσαϊκού νόμου· τουναντίον, ήτο αποδοχή της δικαιοσύνης τούτου, και αναμφιβόλως πρέπει να έπεσε βαρέως ως θανατική απόφασις εις την καρδίαν της γυναικός. Αλλ' ενήργησε κατά τρόπον πάντη απροσδόκητον. Ο τρομερός νόμος έμενε γραπτός· δεν ήτο ο καιρός, δε ήτο η θέλησίς Του, να τον εξαλείψη.

Η χειρ της προσέκοψεν εις την σανίδα, κ' έκαμε μικρόν θόρυβον. Η γραία, ήτις δεν εκοιμάτο βαρέως, εξύπνησεν. Ανετινάχθη, εσκίρτησεν. Είδε την Φραγκογιαννού ν' αποσύρη την χείρα της και ν' αποχωρή, ανεγειρομένη επί των γονάτων, οπίσω εις την θέσιν της. — Τι κάνεις; έκραξεν έντρομος η γραία. Η λεχώνα επετάχθη, ανεπήδησε. — Τι είναι, μάνα; Η Φραγκογιαννού εσηκώθη, επήρε το καλάθι της.

Είναι η φωνή του Περικλή, Εκείνου η λαλιά. Έψαλλεν ο ταλαίπωρος, Κ' εμέμφετο βαρέως, Νεάνιδα αναίσθητον Κ' εστέναζε βαθέως, Με δακρυσμένον, θολερόν, Ρεμβώδη οφθαλμόν. Συνωφρυώθη αιφνηδόν Το γαύρον μέτωπόν του, Έπαυσε ψάλλων. Έγεινεν Ωχρόν το πρόσωπόν του, Κ' εκτύπα η καρδία του Τον έσχατον παλμόν. Αλλοίμονον!

Όσον λοιπόν εκ της σαρκός παλαιότατον ον φθαρή, επειδή δυσκόλως χωνεύεται, γίνεται μέλαν διά την παρα- τεταμένην καύσιν, και επειδή είναι πικρόν, διότι διεφθάρη παντα- Β. | χού, προσβάλλει βαρέως παν μέρος του σώματος, το οποίον δεν έχει ακόμη φθαρή. Και ενίοτε το μέλαν χρώμα αντί της πι- κρότητος αποκτά δριμύτητα, όταν δηλ. η πικρία πολύ λεπτύνε- ται.

Τότε η καρδία του Σίμωνος Πέτρου ενθέρμως ωμίλησε και δι' όλους τους λοιπούς. «Κύριε, έκραξε, προς τινα πορευσόμεθα; &Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις.& Και εγνώκαμεν και πεπιστεύκαμεν ότι Συ ει ο Άγιος του Θεού». Ήτο μεγάλη ομολογία, αλλά κατά την πικράν εκείνην στιγμήν η καρδία του Ιησού ήτο βαρέως τεθλιμμένη, και μόνον απήντησεν: «Ουχ υμάς τους δώδεκα εξελεξάμην, και είς εν υμίν διάβολος