United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την ώραν που επήγαν τα βιολιά κ' έφεραν τον κουμπάρον έμπροσθεν της πατρικής οικίας του γαμβρού, ο Γρηγόρης, μη έχων τίνα άλλον να ερωτήση, ηρώτησε κρύφα τον Στάθην, όστις στολισμένος συνώδευε με πολλούς εκ των καλεσμένων τον κουμπάρον, ελθόντα να παραλάβη τον γαμβρόν· — Η χίλιες δραχμές, τι γίνονται; — Θαρρώ πως της έδωκεν ο Θανάσης της Αφέντρας, απήντησε βιαστικά ο Στάθης.

Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας, αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψεως του μνηστήρος, ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της·

Μολονότι το τοιούτον ενδέχεται να επιφέρη σύγχυσίν τινα ιδεών εις τον Έλληνα αναγνώστην, ενόμισα ορθόν να μένη ανέπαφος ο τίτλος του γαμβρού του Ληρ.

Ο Στάθης όμως είξευρε, φαίνεται, τον άνθρωπόν του, και ήτο βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητος του γαμβρού. Τω όντι ούτος είχε λάβει την προτεραίαν ήδη τας τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι επέμενε να λάβη άλλας χιλίας, και είχε διαθέσει μέγα μέρος του ποσού εκείνου εις εξόφλησιν εμπορικών υποχρεώσεων.

Αυτοί ήσαν προσωπικοί φίλοι και σχετικοί του Αρισταινέτου και είχαν προσκληθή εις το γεύμα, μαζή δε με αυτούς ο γραμματικός Ιστιαίος και ο ρήτωρ Διονυσόδωρος. Είχε προσκληθή και ο Ίων ο Πλατωνικός διδάσκαλος του Χαιρέα του γαμβρού, πολύ σοβαρός άνθρωπος και σεβάσμιος, του οποίου η φυσιογνωμία παρουσιάζει μεγάλην σεμνότητα. Τον ονομάζουν Κανόνα διά την ορθότητα της κρίσεώς του.

Ότε ο χιλίαρχος, ο άρχων του αποσπάσματος των ρωμαίων στρατιωτών, διέταξε να δεσμευθή ο Ιησούς, εκείνοι Τον απήγαγον άνευ αποπείρας προς αντίστασιν. Μεσονύκτιον είχε παρέλθη ήδη καθώς Τον έσυραν εις την οικίαν του Αρχιερέως. Φαίνεται δε ότι αύτη κατείχετο άμα υπό των δύο πρωταιτίων της φοβέρας ανομίας, του Άννα, και του γαμβρού του, Καϊάφα. Τον έφεραν προς τον Άνναν πρώτον.

Εγώ, αν μετεχειρίσθην φάρμακα, διά να κάμω στείραν την θυγατέρα σου, όπως αυτή λέγει, με την θέλησίν μου και όχι διά της βίας, θ' αφήσω τον βωμόν αυτόν και θα υποβληθώ εις την κρίσιν του γαμβρού σου. Διότι και αυτόν δεν βλάπτω ολιγώτερον, αν τον καταδικάζω να μείνη χωρίς παιδιά. Εγώ αυτά έχω να είπω διά τον εαυτόν μου. Όσον αφορά εσέ, ένα μόνον παρατηρώ.

Ο Αντωνέλλος εσηκώθη, επήρε το βιβλίον και είδε τον λογαριασμόν του, έπειτα ήνοιξε το συρτάρι του γραφείου του γαμβρού του, ήνοιξε μίαν σακούλαν, εμέτρησε μ' επιμέλειαν κάμποσα τάλληρα και αφού έκλεισε το συρτάρι, έβαλλε τα τάλληρα εις το μανδήλι του και σταθείς εμπρός εις την αδελφήν, ήτις υπεμειδία, διότι εμάντευε τον σκοπόν του·Άνοιξε την ποδιά σου, Μπέλλα, της είπε.

Κατά την εποχήν του αρραβώνος, η Χαδούλα είχε δοκιμάσει τω όντι να σφυρίξη κάτι τοιούτον στ' αυτιά του γαμβρού. Αν και νέα πολύ ήτον, αλλά, χάρις εις την φύσιν κ' εις τα μαθήματα της μητρός της, τα εκούσια και τα ακούσια, είχε γείνει πολύ πονηρή, αναλόγως της ηλικίας της.

Ήνοιγε από καιρού εις καιρόν τα μάτια, ησθάνετο ότι είνε πλησίον του η αδελφή. — Μπέλλα, εψιθύρισε μίαν φοράν, δε θέλω ν' αγρυπνάς και να κουράζεσαι· άμε . . . Και έδιδε εις την φωνήν του τονον θυμωμένου. Εκείνο όμως που τον επείραζε πολύ ήτο η απουσία του γαμβρού του. Ησθάνετο το τέλος εγγίζον και συχνά εψιθύριζε, ερωτών αν ήλθεν ο Καραγιάννης. — Ήθελα να τον ήβλεπα.