United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου. — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν. — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου; — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει. — Αβούλ-βεν-Χακήμ! — Αυτόν μη τον λογαριάζετε.

Τέλος, η υγιεία του δεν εβελτιώθη, κ' είχεν απομείνει ο μισός, κ' ήξιζεν ακόμη διά δυο· και ήτο ασθενής, και μεγαλοπρεπής, σοβαρός και κάτισχνος.

Ο Έφις καθόταν σε μικρή απόσταση από αυτούς και τους κοίταζε σοβαρός. Τους αναγνώρισε, τους είχε ξαναδεί στο πανηγύρι του Ριμέντιο: ήταν δυο ζητιάνοι ντυμένοι κόσμια σαν αστοί, με τιρκουάζ παντελόνια και σακάκια βελουτέ.

Ο Θωμάς όμως επροχώρησε σοβαρός, χωρίς να δώση προσοχήν καμμίαν. Εκατό φορές τις είχε ακούσει αυτές τις κουζουλάδες. Η δε Πηγή διηγήθη προς τον Μανώλην φοβερά πράγματα περί του Καρτσή. Ελέγετο ότι η νεράιδες τούχανε πάρει το νου του· γι' αυτό πολλές φορές τα μεσάνυκτα τον είχαν 'δη ολόγυμνο εις το ζουριό του μύλου, εκεί που σκορπά το νερό αφρισμένο η φτερωτή, και εχόρευε με τις νεράιδες.

Αυτό ήθελαν να πουν και οι Ρωμαίοιοι μεγάλοι πολιτικοίμε το salus populi suprema lex esto. Αλλά πρόσεχε δω, κύριε Σκληρέ, εδώ είναι ο κόμπος. Ναι, αν είναι ανάγκη να ζήσουν έτσι οι εργάτες, αν το κράτος έχει γενικώτερες δουλειές να κοιτάξει, αν δεν είναι σοβαρός κίντυνος για το κράτος, ― ας ζήσουν ακόμα έτσι.

Όταν ο πατήρ της Αρσινόηςδύο έτη πρότεροντης επρότεινε διά σύζυγον τον Άγγελον, η νέα κόρη εσκυθρώπασε· διότι ο Άγγελος, παρά της φυσικήν αγαθότητά του, δεν είχε τα προσόντα εκείνα τα οποία ελκύουν εκ πρώτης όψεως. Σοβαρός, σχεδόν ψυχρός, δεν απεκάλυπτεν εύκολα τα ψυχικά του χαρίσματα. Η καρδία του ωμοίαζε με κιβώτιον, εγκλείον μεν θησαυρούς ίσως, αλλά στεγανώς κλειστόν.

Όταν δε επέστρεψα εις την Ολυμπίαν, συνήντησα ένα ηλικιωμένον άνθρωπον, ο οποίος εφαίνετο σοβαρός και αξιόπιστος εκ του ήθους και της γενειάδος του, και τον ήκουσα να διηγήται περί του Πρωτέως ότι, αφού εκάη, τον είδε με λευκόν ένδυμα και ότι προ ολίγου τον αφήκε περιπατούντα εις την επτάφωνον στοάν , γελαστόν και φέροντα επί κεφαλής στέφανον από κότινον.

Τότε ας πάη, να ήνε! λέγει έτερος των παρεστώτων. Δεν μας μέλει! Ο Εδρίς δεν βγαίνει που δεν βγαίνειας πάρη κ' ένα κουκί παραπάνω! — Όχι δα . . . . . διατί; απολαμβάνει ο υποψήφιος. Αν ημπορούμεν να τον κερδήσωμεν. . . . με καμμίαν θυσίαν. — Θα σας ομιλήσω ιδιαιτέρως δι' αυτήν την υπόθεσιν, παρατηρεί ο σοβαρός πάντοτε Χασάν, καμμύων εκφραστικώς τον δεξιόν του αφθαλμόν.

Ταλμούχ, του λέγει, εσύ είσαι ένας άνθρωπος παράξενος, που κανένα πράγμα δεν σε κάνει να γελάσης, αλλά στέκεις έτσι σοβαρός και σκυθρωπός πάντα. Και είναι σχεδόν δέκα χρόνοι, που είσαι εις την δούλευσίν μου, και ποτέ δεν σε είδα να γελάσης· τι θέλει να ειπή τούτο, και από τι προέρχεται αυτή η μελαγχολία σου;

Δέκα χιλιάδες δεινά πιο μαύρα απ' όσα με βρήκανε, μου φέρνει το αποκοίμισμά μου. Ε! Αινόβαρδε. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Τι διατάζει ο στρατηγός; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω από δω το γρηγορότερο. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Μα τότε πρέπει να σκοτώσουμε τις γυναίκες μας. Βλέπουμε πώς κάθε σκληρότητά μας τις θανατώνει· αν φύγουμε θα πεθάνουν. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Πρέπει να φύγω. ΑΙΝΟΒΑΡΔΟΣ. Αν υπάρχει λόγος σοβαρός, ας πεθάνουν οι γυναίκες.