United States or Tokelau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το εγκώμιον του Σωκράτους υπό του Αλκιβιάδου εισελαύνει όμιλος κωμαστών και η μέχρι της στιγμής εκείνης κρατήσασα εις το συμπόσιον τάξις και ευκοσμία πνίγεται μέσα εις όργια μέθης, υπό τους ατμούς της οποίας οι συμπόται υποκύπτουν ο ένας μετά τον άλλον και ή ανεχώρησαν πλέον ή απεκοιμήθησαν.

Αυτόν εγώ τον κάμνω καλά. Είνε συγγενής μου. — Συγγενής σου; και από πού; ερωτά υπομειδιών ο σοβαρός Χασάν. — Από πού; Και δεν είνε δεύτερος εξάδελφος της γυναικαδέλφης μου; — Σωστό! σωστό! λέγει αποφθεγματικώς ο αναγινώσκων τον κατάλογον, και ο όμιλος επινεύει. — Αβούλ-βεν-Χακήμ! — Αυτόν μη τον λογαριάζετε.

Ηξεύρεις, υποθέτω, ουχί βεβαίως εξ όψεως, αλλ' εκ πιστής τινος και λεπτομερούς αφηγήσεως, τι πράγμα είνε περίπου οι διδόμενοι εν Αθήναις κατά τας απόκρεω χοροί μετημφιεσμένων, ων κερδοσκόποι συνήθως αμφιτρύωνες είνε διευθυνταί τίνες καφενείων ή ξενοδοχείων, τρέφοντες την εύλογον ελπίδα να εξοδεύσωσιν εν μέσω της χορευτικής τύρβης τα αμφίβολα και ουχί εκτάκτως ελκυστικά ποτά και όψα των ερμαρίων των, ή ευσυνείδητοι χοροδιδάσκαλοι, υπολαμβάνοντες καθήκον αυτών να παράσχωσιν εις τους επιμελείς τελειοφοίτους των μαθητάς, άπαξ καν κατά το τέλος των μαθημάτων και δίκην ευσήμου ή βραβείου, την ασυνήθη χορευτικήν απόλαυσιν ετεροφύλων χορευτριών, θα ήκουσες αναμφιβόλως, όποίος τις είνε ως επί το πλείστον ο τας ομηγύρεις αυτάς αποτελών όμιλος, όστις κατά τούτο ιδίως δύναται να ονομασθή μετημφιεσμένος, ότι το ήμισυ των ανδρών του φορεί γυναικεία ενδύματα.

Εκεί θα προσκρούσετε ίσως προς το κομψόν χειραμάξιον, εφ' ου η τροφός διακεκριμένου οίκου εξάγει εις περίπατον το μαμμόθρεπτον νήπιον. Εκεί θ' ανακόψη παν βήμα σας όμιλος αργών διερωτούντων αλλήλους τα νέα της ημέρας.

Διά του «Παρνασσού» επειράτο ο όμιλος του Παπαδιαμαντοπούλου ν' αποδείξη ότι όχι μόνον η ελληνική ποίησις έζη, αλλά και έθαλλε· όθεν περιελήφθησαν εν τη συλλογή όλα τα αριστουργήματα των ζώντων γνωστών ποιητών και πλείστα έργα της άρτι επιχειρησάσης να επιβή του Πηγάσου νεολαίας. Λοιπόν, λέγω, ο θέλων να ίδη πόσον ο Ροΐδης είχε δίκαιον ας ανοίξη την συλλογήν εκείνην.

Όπως ηλπίζετο, πολλοί από τους προσκεκλημένους εξέλαβον τα δημιουργήματα αυτά με την τόσον αγρίαν όψιν των πραγματικώς ως ζώα κάποιου είδους, αν όχι ακριβώς ως ουραγγουτάγκους. Πολλαί γυναίκες ελιποθύμησαν από τον τρόμον, και εάν ο βασιλεύς δεν ελάμβανε την προφύλαξιν ν' απαγορεύση εις την αίθουσαν πάσαν οιανδήποτε οπλοφορίαν, όλος ο όμιλος θα επλήρωνε την αστειότητα αυτήν με το αίμα του.

Ο Αγάθων εσηκώνετο ήδη διά να κατακλιθή πλησίον του Σωκράτους· αλλ' έξαφνα κατέφθασεν όμιλος από πολλούς ευθυμούντας, οι οποίοι ευρόντες την θύραν ανοικτήν διότι κάποιος εξήρχετο την στιγμήν αυτήν, επροχώρησαν κατ' ευθείαν μέσα και εξηπλώθησαν κοντά εις τους άλλους, θόρυβος δ' επεκράτησε τότε εις όλα και πάσα ευκοσμία εξέλιπεν, ηναγκάσθησαν δε όλοι να πίουν πολύν οίνον.

Ο δε Κυρ Γιάννης, παραλαβών ημάς και τυλίξας εντός κοκκίνου ρινομάκτρου, κατέβη ανά δύο τας βαθμίδας της κλίμακος και εξήλθεν εις την οδόν, ψιθυρίζων μετά τινος στεναγμού. — Όπου είνε τα πολλά πάνε και τα λίγα. Μετά τινας στιγμάς, υπό μάλης πάντοτε του Κυρ Γιάννη φερόμεναι, ευρέθημεν εν τω μέσω τριόδου, ην επλήρου πυκνός και πολυτάραχος ανθρώπων όμιλος.

Εμπρός ο Νικολής, ύστερα ο Γιώργης, και οι άλλοι με την αράδα. Συρτό· Ο Νικολής που τραβάει το χορό φορεί και τη μουτσούνα! — Κ' εμείς πατέρα; εμείς; εφώνησε δυσθύμως ο λοιπός όμιλος, δεν θα τη φορέσωμε; — Αγάλια, αγάλια· Ένας ένας θα τραβά το χορό και θα την φορή. Και ανέκρουσεν ο μουσικός, και ήρχισεν η διασκέδασις.

Πλησίον του Δημήτρη όμιλος εργατών, συμφωνήσας ητοιμάζετο ν' ακολουθήση τον κτηματίαν Δρόσον. — Μωρέ παιδιά, θέλουμε κι' άλλον ένα να το σώσωμε, είπεν ούτος προς τους εργάτας· δεν έχετε κανένα παιδί ακόμη; — Όσκε· δέκα ειμάστενε. Ο Δρόσος παρετήρησε τον Δημήτρην. — Ε, Δημήτρη· είπε, στρέφων την χείρα και καμμύων τον ένα οφθαλμόν ερωτηματικώς· πώς! μονάχος εσύ; — Μονάχος.