United States or Seychelles ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πλην εκ φύσεως ήτο σκληρά γυνή και κράσεως υγιούς, με δυο ροδινάς παρειάς, ως παρειάς μήλου, θαύμα διά την ηλικίαν της. Είχε σώμα λεπτόν και ην μικρά το ανάστημα ως συμμαζευμένη μέσα εις το μαύρο φουστανάκι της, όπερ έδιδεν εις τας κινήσεις της ασυνήθη κουφότητα κ' ελευθερίαν, και σχεδόν επετούσεν εις το περπάτημά της. Δεν την έφθανε καμμία, ούτε εκ των νεωτέρων την ηλικίαν.

Ο χειμών πολύ πρώιμα εκραγείς και με ασυνήθη βίαν το έτος εκείνο, είχεν αποκλείσει ολοτελώς την μικράν νήσον με τας συνεχείς θυέλλας του και τας τρικυμίας του, ολίγας ημέρας μετά τον εις την νήσον καταπλούν της σκούνας, ήτις φορτωμένη σίδηρα παλαιά κατέβαινεν από την Πόλιν, κατευθυνομένη εις Μασσαλίαν.

Αλλ' ενεθυμήθην ότι εις Παρισίους μου ωμίλησαν διά την ασυνήθη εκκεντρικότητα των μεσημβρινών, δι' ό και μου ήρκεσε ν' ανταλλάξω ολίγας λέξεις μέ τινας συνδαιτυμόνας, διά να ίδω τους φόβους μους εξαλειφομένους τελείως. Αυτή η τραπεζαρία, η οποία αρχιτεκτονικώς δεν ήτο κακή, εστερείτο κομψότητος.

Ότε ανήλθεν εις την οικίαν του, εύρε το πρόγευμα έτοιμον, την δε Φλουρούν ανησυχούσαν διά την όλως ασυνήθη βραδύτητά του. Αι δώδεκα είχον σημάνει προ είκοσι λεπτών! Επείνα ο Κ. Πλατέας και έφαγε με όρεξιν. Εν τούτοις ο νους του ήτο πλήρης σκέψεων και ανησυχιών. Ησθάνετο δε την ανάγκην να ομιλή περί αυτών και εστενοχωρείτο μη έχων προς τίνα να ομιλήση.

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.

Διότι εγώ εσχετίσθην αυτόν τον άνθρωπον, όταν ήμην πολύ νέος, ενώ αυτός ήτο γέρων, και μου εφάνη ότι έχει βαθύτητα όλως διόλου ασυνήθη. Δι' αυτό φοβούμαι μήπως ημείς και τους λόγους του δεν εννοούμεν και πολύ περισσότερον απέχομεν να εννοήσωμεν τι είχε εις τον νουν του, όταν έλεγε αυτούς.

Πρέπει δ' αληθώς μεγάλα πράγματα να είχον συμβή εις τον πτωχόν Δημήτρην, διότι και το πρόσωπόν του ήτο ηλλοιωμένον, και οι οφθαλμοί του είχον λάμψιν ασυνήθη, και της φωνής αυτού η κλαγγή ήτο τρομώδης και παρηλλαγμένη. — Καλέ τι έπαθες; ηρώτησεν εγειρομένη και πλησιάζουσα ανησύχως η κυρά Δημήτραινα. Συ δεν είσαι ο ίδιος. — Τώρα κ' άλλη μια φορά ο ίδιος! Κύτταξε εδώ!

Μόλις προέβη ολίγα βήματα, και ιδού δύο άγνωστοι άνθρωποι παρουσιάζονται ενώπιόν του και του κόπτουσι τον δρόμον. Εφόρουν ασυνήθη αναβολήν, και το ήθος των εφαίνετο όχι πολύ άγριον, αλλ' οπωσούν αλλόκοτον. Ο βοσκός δεν εφοβήθη, εξεπλάγη μόνον. Ο μικρός σκύλαξ, προπηδήσας εις υπάντησίν των, τους υπεδέχθη με οργίλους υλακάς.

Προς ανάπαυσιν δε της συνειδήσεώς της εφαντάζετο ότι ίσως η θεία Πρόνοια εκάλει αυτήν να εκτελέση αγαθήν τινα πράξιν, και διά τούτο ησθάνετο τον ασυνήθη τούτον γαργαλισμόν μεταξύ της γλώσσης και του λάρυγγος. Η Σιξτίνα κύπτουσα όλη υπό την ροπήν της απηγορευμένης ταύτης παραβάσεως των κανόνων ανέβαινεν ανά δύο, όσον ηδύνατο να εκταθώσι τα σκέλη της, τας λιθίνας βαθμίδας της κλίμακος.

Εκ της βίας τα θυρόφυλλα της πορτίτσας ανοιγόκλεισαν με κρότον ασυνήθη και οι δύο οδοιπόροι εστράφησαν προς την είσοδον χωρίς να θέλουν.