Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025
Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του — 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα! Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη. Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα. Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός.
Και δεν γνωρίζω, πώς ένας λουκουματζής κατώρθωσε, παραβαίνων την αστυνομικήν διάταξιν, να φωνάζη έως την ώραν εκείνην: ζεστοί- ζεστοί, χωρίς ανασασμόν, παγωμένος εκεί εις την θύραν του μαγαζείου του, εντός του οποίου εχόρευον οι τέσσαρες άνεμοι, ως να είχε παγίδα να συλλάβη κανένα νεοσύλλεκτον μεταβαίνοντα εις τον στρατώνα του.
Ούτω τερατωδώς εις τους οφθαλμούς του ενεφανίσθησαν τα ωραία και αγγελόμορφα φαντάσματα των Νεράιδων. Επήρε τον ανασασμόν του μια, όταν ηλευθερώθη από του ημίσεως φορτίου του, και μετ' ολίγον ευρέθη κάτω εις την παραλίαν. Όπισθεν της λόχμης ήτο ευρύ μονοπάτιον.
Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.
Εκάθισε, δίπλα εις του Πουλιού τη Βρύσι, διά να ξαποστάση και πάρη τον ανασασμόν της. Σχεδόν είχε βεβαιωθή πλέον ότι οι δύο «νομάτοι» δεν είχαν κατορθώσει να διαβώσι το Μονοπάτι στο Κλήμα. Αλλά δεν ησθάνετο ασφάλειαν η δύστηνος, καθημένη εκεί. Όθεν, μετ' ολίγα λεπτά εσηκώθη, επήρε το καλάθι της, κ' έτρεξε τον κατήφορον. Τώρα πλέον επήγαινεν αποφασιστικώς εις τον Άι-Σώστην, εις το Ερημητήριον.
Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον», ήτοι δεν ηδύνατο να μεταβή αβιάστως και άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον.
— Ά, να προφθάσουμε, κορίτσια, ηκούετο ο κυρ-Δημάκης πανταχού παρών, κ' είνε τώρα μικρή η ημέρα! Και ούτε ανασασμόν δεν έπαιρνον αι νεαραί γυναίκες, πολλαί αυτών καθ' οδόν τρώγουσαι τα σύκα των ή την γρήτσαν — την μεγάλην τηγανίταν — ηλειμμένην με πετιμέζιον, ίνα μη χάσωσι καιρόν.
Ουαί τοις γράφουσι πονηρίαν· γράφοντες γαρ πονηρίαν γράφουσιν. Ήτο περασμένη η ώρα. Το χωρίον εκοιμάτο βαθύν ύπνον παιδίου, το οποίον ύστερον από τόσα τρεξίματα και παιγνίδια και γέλοια, αποσταμένον, γέρνει εγγύς της εστίας του και αποκοιμάται. Τα νυκτοπούλια της ανοίξεως, τα οποία εστέναζον υπό τας καμάρας του κωδωνοστασίου, θαρρείς και συνεπλήρουν τον ανασασμόν της κοιμωμένης λευκής πολίχνης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν