Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Κει κάτω, σ' ένα πλάτωμα του δάσους, ο νάνος Φροσίνος εξέταζε την τροχιά των άστρων: Εδιάβασε κει, ότι ο Βασιληάς τον απειλούσε με θάνατο. Μαύρισε από το φόβο και τη ντροπή, φούσκωσε από θυμό, και γρήγορα-γρήγορα τούδωσε για τη γη της Ουαλλίας. Ο Βασιληάς Μάρκος έκαμε ειρήνη με τον Τριστάνο.
Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη φοβάσαι!... — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να ειπής τον κακό σου λόγο; — Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου; Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί, εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ, παιδί μου, δεν είνε για σένα.
Ο δε βασιλεύς όλος γεμάτος από χαράν διά την καλήν ελπίδα, επήρε τον Δερβύσην και τον έφερεν εις τον υιόν του, του οποίου ευθύς που του εδιάβασε μίαν προσευχήν, το βασιλόπουλο άρχισε να μιλή και να σηκώνεται από το κρεβάτι γερό, ωσάν να μη είχε ποτέ τίποτε.
Επάνω εις τον κινητόν σύρτην του γραφείου η Ανθούλα εδιάβασε. «Τίποτε δεν είνε εις τον άνθρωπον τόσον ευχάριστον, όσον το να μανθάνη. — Κύτταξε και τα βιβλία της βιβλιοθήκης σου. Τα ήνοιξεν η Ανθούλα το ένα μετά το άλλο ήσαν όλα χρυσοδεμένα βιβλία· με διηγήματα, περιγραφάς ζώων και φυτών, βιβλία γραμμένα από ταξειδιώτας με περιγραφάς τόπων.
Την αντιγράφω εδώ: «20 του Μάρτη 1831. Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.» — Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα.
Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον», ήτοι δεν ηδύνατο να μεταβή αβιάστως και άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον.
Μόλις όμως ο παππάς εδιάβασε της πρώταις ευχές, οπού εχτύπησαν δυνατά την πόρτα. Η γρηά έτρεξε, άνοιξε κ' εμπήκε μέσα ο άνδρας της, οπού αφού εκλείδωσε, τους είπε να κάμουν γρήγορα, γιατί εφοβότανε πως κάποιος ερχότανε, όχι με καλό σκοπό. Τον είχε κυριευμέν' ο φόβος. . . Όξω εξακολουθούσε το ζεύκι και μέσα ο παππάς επροχωρούσε στο διάβασμα.
Ούτω εγίνετο ήσυχος ότι είχε την ευχήν της εκκλησίας, και, με την βοήθειαν του Χριστού και της Παναγίας, παν κακόν έφευγε τότε μακράν. Υπήρχεν ευσέβεια και εις τα βουνά. Μετ' ολίγον ήλθεν ο παπάς από την εκκλησίαν, ήκουσε την ιστορίαν από την συντέκνισσαν, έπιε την φασκομηλιάν του μ' ένα μικρόν δίπυρον, είτα έβαλε το επιτραχήλι, και εδιάβασε τας ευχάς. Η γυνή έλαβε την φιάλην του νερού και απήλθε.
Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ' στον λαιμό του κ' εφώναξεν: — Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου; Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν