United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου. Τέλος όταν επέθανεν ο καπετάν Τραχήλης έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις εκλείσαμε τα συμβόλαια εμπήκε μέσα διαφορετικός. — Το δοιάκι, λέγει, δε μ' αρέσει. — Μα γιατί ; — Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκύλινο. — Μα τι σε πειράζει φίδισκυλί; Τη δουλειά του την κάνει. — Δεν την κάνει. Και φραπ! στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε σκύλινο.

Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα.

Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί και το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ ακριβή χαρά και μοναχός καυγάς μας. Άξαφνα όμως μας άδραξεν ο πατέρας και μας έρριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας εμάγεψεν η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες ήσαν για τα πλεούμενα. Όνειρό μας ήταν να εμπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλείτερο ακόμη.

Έρωτας ο διπρόσωπος που κατά την περίστασι δείχνει μας στον κόσμο με αγγέλου φτερά ή με δαιμόνου νύχια, που μας υψώνει στον Όλυμπο ή μας γκρεμίζει στα Τάρταρα, αυτός παντοδύναμος τόρα έπαιζε στα χέρια την ψυχή του φίλου και την έκανε Μέδουσα. Αγαπούσε κ' εκείνος από τότε το Σμαρώ και ήξευρε τις ιδέες που βασιλεύουν δεσπότες τύρανοι στο νησί μας.

Θέλεις τόρα να πάρω το μπαλντά και να τη χωρίσω στη μέση ; Και αγριοπρόσωπος εσηκώθηκεν ορθός, εγύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα σαν να εζητούσε το καταραμένο τ' όργανο. Είδα πως ήταν καλό να πάρη τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι, να χαρώ με την απελπισία του. — Τι τα θέλεις αυτά· εψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει γιατί μ' αγαπά. — Σ' αγαπά! εκείνη σ' αγαπά! . Εσένα!. χμ!.

Ξέρεις πως το Σμαρώ τ' αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά. — Κ' εγώ τ' αγαπούσα· είπεν εκείνος. Κ' εγώ από τότε τ' αγαπούσα και τόρα τ' αγαπώ και θαν τ' αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλόνω εκεί που δε φτάνω. Και γιατί δε φτάνω εγώ στο Σμαρώ! Πού είσαι συ καλήτερος από μένα; τ' έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης κ' εγώ. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή.

Φοβάσαι μήπως αληθέψη; Μη φοβάσαι!... — Μπα· τι να φοβηθώ; εψιθύρισα δείχνοντας αδιαφορία. Μα γιατί να ειπής τον κακό σου λόγο; — Τον είπα. Μα δε μου λες. Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα σου; Και χωρίς να περιμένει απάντησι έβγαλεν ένα τσαλακωμένο χαρτί, εσίμωσε στον φανό της πυξίδας κ' εδιάβασε τρεχάτα. «Το Σμαρώ, παιδί μου, δεν είνε για σένα.