United States or Morocco ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το είχε κι ο Ιουστινιανός αλλαγμένο τόνομά του από τότες που τον έφερε ο θειος του στην Πόλη και σπούδαξε. Φαίνεται πως σπούδαξε ο Ιουστινιανός στα γερά, και μέσα στις πρώτες του εκείνες μελέτες πρέπει να του κατέβηκε το μεγάλο του όνειρο, η ανάσταση της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.

Ο Πέτρος κ' η Μαρία ήτανε σαν ένα κορμί ασύγκριτα μοιρασμένο, σαν μια ζυγή ψυχούλα, σαν ένα χαμόγελο διπλό και σαν ένα δίδυμον όνειρο. Ο ήλιος χαιρότανε να τους βλέπη από ψηλά, το φεγγάρι αναγάλλιαζε απάνω στα ξανθά μαλλιά τους και τα περιβόλια μεθούσανε απ' τις μυρωδιές στο πέρασμά τους.

Έλειπε ο καλός μου, που θα γυρίση ο δύστυχος και σαν παιδί θα με κράζη και δε θα με βρίσκη! Όχι, όχι· δε γίνεται. Όνειρο είνε. Και μέσα στόνειρο, άλλο ένα, που τανιστορώ κι αγριεύω σαν αυτή τη δύστροπη νύχτα. Καθούμουνα μονάχη στο παράθυρο.

Όνειρο είχε να κλείση στο κεφάλι του όλη την Υδρόγειο. Και όμωςθα το πιστέψετε; — αυτός ο θαλασσομάχος ένα καλό δεν είδεν από τη θάλασσα. Δέκα χρόνια καπετάνιος κ' ετρόμαξε τον ναυτόκοσμο με τα ναυάγια. Ένα μπάρκο του μαδέρια το εσκόρπισε η λεονάδα στον Καβοκόρσο. Ένα μπρίκι που είχε μισακό με τον Δήμαρχο το εδάγκωσαν αλύτρωτο οι πέτρες στο Βονιφάτσιο.

Πώς σ' όνειρο να κυνηγάς δε δύνεσαι όπιον φέβγεικι' εσύ να πιάσεις δε μπορείς κι' ούτε να φύγει εκείνος200 το ίδιο δεν κατόρθωναν κι' οι διο τους πιλαλώντας μήτε να πιάσει ο ένας τους μήτε να φύγει ο άλλος. 201 Κι' έγνεφε με την κεφαλή στ' ασκέρι ο Αχιλέας 205 κι' αμπόδαε σαϊτιές πικρές να ρήξουν, μήπως άλλος προτύτερά του δοξαστεί τον Έχτορα βαρώντας.

Φίλησε τα δάκρυά της και της χάιδεψε το χλωμό πρόσωπο. — Γιατί δεν κοιμάσαι, όμορφη χήρα; Σούφερα ένα γλυκό όνειρο... — Ο ύπνος έφυγε από τα βλέφαρά μου και τόνειρό μου το βλέπω μ' ανοικτά τα μάτια... Η όμορφη χήρα συλλογιζότανε τον καλό της, που την άφησε κ' έφυγε τόσο βιαστικά, λέγοντάς της πως θα ξαναγυρίση και δεν ξαναγύρισε.

ΜΙΚ. Αυτό ακριβώς• σαν να είδε το ίδιο όνειρο ο Πίνδαρος, επαινεί το χρυσάφι. Και τώρα για να σου το διηγηθώ, Πετεινέ, πρέπει να σου πω ότι χθες, όπως ξέρεις, δεν έφαγα εδώ. Διότι ο Ευκράτης ο πλούσιος με συνήντησεν εις την αγοράν και μου είπε να λουσθώ και να πάω να δειπνήσω μαζή του.

Μα ποίος το άφινε; Τ' όνειρο της ζωής μου εκατόρθωσα να το κρατώ πράγμα τόρα στα χέρια μου και δεν τα απαρατούσα αν δεν με άφινε πρώτα η ψυχή. Έβλεπα να με ακολουθή ταπεινό το ανυπόταχτο κ' ελάγκευε μέσα η καρδιά μου, θρόνος εγινόταν το σαπιοκάικο και αρματοδρομούσα στα δαφνόφυλλα θριαμβευτής αυτοκράτορας.