United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

Σε μια σχισμάδα χαμηλά στο βράχο, είχε φυτρώσει μια χαρουπιά με πολλές παραφυάδες και σκέπαζε πολλή έκταση. Κάθησα κάτω από το δέντρο, με τρόπο που να με κρύβουν οι παραφυάδες. Η ιδέα ότι θαρχότανε το Βαγγελιό να με συναντήση, διάλυσε τους άπιστούς μου λογισμούς και την περίμενα με συγκίνηση, σα να μην είχε ταράξει και ψυχράνη τίποτε την αγάπη μου. Αλλά δεν περίμενα πολύ.

Μέσα από μια μεγάλη σχισμάδα προβάλαμε στο χάος και τα πρόσωπά μας δρόσισε του ποταμού η αναπνοή. Το Βαγγελιό σύρθηκε πίσω με κίνημα φόβου: — Μάνα μου! να πέση κιανείς από 'παέ, η φανιά του δε θα 'βρεθή . Όταν σε λιγάκι κατεβήκαμε και μπήκαμε στο λιόφυτο, το Βαγγελιό δίπλωσε τα χέρι της και μούπε: — Για πιάσε πάλι να δης πως καίω.

Μια γυναίκα πούκλαιε, κιόταν ακόμη μου κινούσε συμπάθεια, μου φαινόταν πως ξέπεφτε, πως γινόταν ζώο δειλό και κακομοιριασμένο. Μπροστά μας άνοιξαν οι ελιές και φάνηκε μακριά το φαράγγι, μια βαθειά σχισμάδα του βουνού. Το άνοιγμά του φαινότανε μαύρο· αλλά στο πάνω μέρος γελούσε λίγη μακρυνή θάλασσα. — Επήες ποτέ σου στο φαράγγι; με ρώτησε το Βαγγελιό. — Επέρασα κοντά, μα εκειά ίδια δεν επήα.

Το πτώμα αυτό ανεγνωρίσθη αμέσως ότι ήτο του Καπετάνιου, του ονειροπόλου εκείνου της Μεγάλης Ιδέας μυσταγωγού, όστις ευρέθη εκεί από ένα αστυφύλακα, ξεπαγιασμένος, την παγεράν εκείνην πρωίαν, μέσα εις την χιονισμένην σχισμάδα του αρχαίου Μνημείου . Πρώτα-πρώτα οι γρυπαράδες είχον αντιληφθή τον κίνδυνον.

Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.

Πλημμύρησε ολόγυρα, χύθηκε ανάμεσα σε κλαδιά, γλύστρησε στανοίγματα των παραθυριών, κατέβηκε από τις σαθρωμένες στέγες, πέρασε από τρύπες και χαραμάδες και μοίρασε από ένα γλυκό όνειρο σε κάθε κρεββάτι. Μονάχα στο στρώμα της όμορφης χήρας δεν μπόρεσε ναφήση το χάρισμά του. Καθώς γλύστρησε απ' τη σχισμάδα του παραθυριού, αντίκρυσε δυο μεγάλα μάτια, ορθάνοικτα, γεμάτα δάκρυα.