United States or Curaçao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να η τρύπες από τους σύρτες!.» — Κάπου εύρισκε ο άλλος στη γη κάνα κομμάτι αγγειό πήλινο, είτε καμμιά πέτρα καλοπελεκημένη ή κάνα παλιό κόκκαλο ανθρωπινό ξεθαμμένο από τους τάφους και συμπυκνώνονταν εκεί ολόγυρά του οι άλλοι απανωτοί για να ιδούν, για να πιάκουν κι αυτοί για να περιεργαστούν. Κ' έλεγε ο καθένας το θαυμαστικό λόγο του.

Καθώς έχει δυο μονάχα ανοιχτά μέρη και χίλιες τρύπες ο μαχαλάς αυτός, μόλις πατήση χωροφύλακας, ο ένας με τον άλλον παίρνει χαμπάρι κι από πόρτα σε πόρτα, από παραθύρι σε παραθύρι, από κήπο σε κήπο, από καλαμιές σε καλαμιές φεύγουν τρυπόνουν αναφαντόνονται οι νταλματζήδες κ' οι λαθρέμποροι.

Έτσι λέγοντάς με επήραν και με εσήκωσαν εις τον αέρα, και με έκαμαν να περάσω από πάνω από διάφορα βουνά, και εγυρίσαμεν διάφορες θάλασσες, διά να φθάσωμεν εις τες κατοικίες των, αι οποίαι δεν ήτον άλλο παρά ένα αναρίθμητον πλήθος σπηλαίων υπογείων, και τρύπες εις τα βουνά· και εις κάθε ένα από αυτά εκατοικούσεν από ένα τελώνιον.

Κατέβη κάτω εις το αμπάρι, ήναψεν έν κλεπτοφάναρον το οποίον είχεν εις τον κόλπον του, παρεμέρισεν ολίγους ασκούς γεμάτους οίνον σιμά εις τα πλευρά του σκάφους, ήνοιξεν οκτώ ή δέκα τρύπες δεξιά και αριστερά εις τα μαδέρια του πλοίου. Τας τρύπας ταύτας κατεσκεύασε με την τέχνην την οποίαν αυτός εγνώριζεν, ουδέ θα συγκατένευε ποτέ να την διδάξη εις άλλον.

Γιατί στ' αλήθεια, τα κελλιά εκείνα, σκοτεινά και την ημέρα και μόνο με μια χαμηλή πορτούλα, έμοιαζαν με τρύπες, σαν φυλακές κατάδικων. Οι παππάδες επήγαν λίγο στου μπακάλη και εκεί έμαθαν πως κάτι μελετά τη νύχτα ο 'γούμενος, γιατί ο Γιώργης είδε το Βαγγελάκι, που εγνώριζε, και από άλλη φορά, γιατί έρχεται. Δεν ετολμούσε όμως κανείς να πη τίποτα.

Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.

Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.

Ο τρανός τεχνίτης εφάνταζε μπροστά τους, μεγάλος και παντοδύναμος, κρατώντας ακόμη στα χέρια του τη δύναμη που ράγιζε τα λιθάρια και ημέρευε τα θηρία. Ο γέρος έβαλε τα δάκτυλα στις τρύπες του φλάουτου, τώφερε ανάλαφρα στο στόμα και κόλλησε τα χείλη του απάνω του σ' ένα φιλί μεθυσμένο, γεμάτο γλύκα και τρεμούλα. Σαράντα χρόνια είχαν να φιληθούν ο γέροΜπούμας με το φλάουτο.

ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Με στέλνει ο Θεός μου, των προβάτων του να πάψης σε προστάζει τη σφαγή. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Να πάρ' η οργή! Κι' αυτός θάνε τρελλός ωσάν εσένα, ώ! μα τον Ηρακλή! σφραγμένα δεν έχω βέβαια τ' αυτιά μου κι' είμαι, θαρρώ, στα λογικά μου. Μη βλαστημάς!. . . ΓΑΛΕΡΙΟΣ. όταν τρέχει σαν το λαγό στης γης της τρύπες να κρυφτή, Πίστι σου είναι λέει δα κι' αυτή. . . ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Μη βλαστημάς!. . .

Ή ένα καλάμι άχρηστο έχω ή μίαν λόγχην την οποίαν δεν μπορώ να σηκώσω, είναι για μένα το ίδιο. Α’. ΥΠΗΡΕΤΗΣ. Να ανεβής σε μια υψηλή σφαίρα, και να μένης ακίνητος, είναι το ίδιο ως να βλέπης δυο τρύπες εις την θέσιν των ματιών, πράγμα που ασχημίζει τρομερά το πρόσωπον. Ιδού πώς γίνεται, Καίσαρ.