Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Απάνω στο μεγάλο τραπέζι, σκεπασμένο με μαύρη χνουδωτή τσόχα, ο μεγάλος δίσκος με τα ποτηράκια με τις μαστίχες από τον αντικρυνό μπακάλη, άστραφτε και πεντοβολούσε στα μεγάλα φωτεινά τετράγωνα που άπλονε ο ήλιος, περνώντας από τα κλειστά γυαλοπαράθυρα.
Γιατί στ' αλήθεια, τα κελλιά εκείνα, σκοτεινά και την ημέρα και μόνο με μια χαμηλή πορτούλα, έμοιαζαν με τρύπες, σαν φυλακές κατάδικων. Οι παππάδες επήγαν λίγο στου μπακάλη και εκεί έμαθαν πως κάτι μελετά τη νύχτα ο 'γούμενος, γιατί ο Γιώργης είδε το Βαγγελάκι, που εγνώριζε, και από άλλη φορά, γιατί έρχεται. Δεν ετολμούσε όμως κανείς να πη τίποτα.
— Υποκείμενο αλήθεια! Είπεν ο παππά Κύριλλος. — Μα τι γυρεύεις από άθρεπο που, μαζή με τη μάννα του, εστάθηκεν αιτία να χαθή ο καϋμένος ο πατέρας του, ο καλός άθρεπος και ο λαμπρός εκείνος ναύτης. — Αλήθεια, είπεν ο παππά Κύριλλος, ήκουσα κ' εγώ αυτή την ιστορία του ναύτη, μα μόνο άκρες μέσες. Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα του μπακάλη τον εφώναξε μέσα.
Απ' τη μέρα του γάμου του, που πήγαιναν οχτώ μήνες τώρα, ο Νίκος ούτε παρέες πια στα Πατήσια και στο Μοσχάτο, ούτε πιοτί στα υπόγεια του Άι-Φίλιππα και της Πλάκας κοντά στα μεγάλα βαρέλια ταραδιαστά, με τους μεζέδες απάνω στο στράτσο απ’ το μπακάλη βουτηχτούς σταλατοπίπερο, ούτε μπιλιάρδο στον καφενέ. Τίποτα πια! Απ’ το μαγαζί και στο σπίτι.
Η θεια Ελέγκω έστειλε και πήρε απ’ το μπακάλη λίγες ελιές και ταραμά, σα σαρακοστή που ήτονε, να φάνε. . μα δεν άγγιξε η Λιόλια.
Ο υπενωμοτάρχης με τους συντρόφους του έφτασε στο μπακάλικο και ζήτησε απ' το μπακάλη τρία κρασιά, ρίχνοντας πεταχτή τη ματιά του μέσα στο μαγαζί. Στο σκοτεινό του βάθος τρεις τέσσαρες μεσόκοποι κι ένας νιός έπαιζαν χαρτιά κι έπιναν μαστίχα. Σαν είδαν τους στρατιώτας όξω χαιρέτησαν, κρυφομίλησαν κάτι και ξανάρχισαν τα χαρτιά.
Και ο μπαμπάς, αφού υπελόγισε με το κονδύλι το εισόδημα το ιδικόν του και το εισόδημα του γείτονος του μπακάλη, τον ειδοποίησεν αμέσως, ότι είνε έτοιμος να του ανοίξη την αγκάλην του και να τον κάμη γαμβρόν του· — περί της αγκάλης της θυγατρός του δεν έκαμε κανένα λόγον! Επειδή δε η κόρη ήρχισε να κλαίη, έρριψε το κονδύλιον μετ' οργής ο πατήρ και εξήλθε.
Ύστερα, επειδή μέφτηκε τον επίτροπο, πως έκλεψε τάχα απ' το παγγάρι, έπαψε ν' αγοράζη απ' την Εκκλησιά, κ' έπαιρνε απ' τον μπακάλη. Έπειτα ο παπάς, οπού δε τάχε ακόμα καλά μαζί της, της είπε να μη φέρνη νοθεμμένα κεριά, μόνε να ψωνίζη απ' το παγγάρι. Τότε κι' αυτή έπαψε να κολλά κεριά. Ωστόσο, επήγαινε ακόμα στην Εκκλησία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν