United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ακρογιαλιά άπλονε στενή κατάμακρη λωρίδα, άσπρη από τον κουρνιαχτό, και τα μαγαζάκια και τα καφενεδάκια της γέμιζαν από κόσμο που δροσίζουνταν στην καλοσύνη της βραδιάς. Τα μπαλκονάκια αραδωτά είταν γεμάτα από τ' ανοιχτόχρωμα φορέματα κι από τ' άσπρα μαντήλια των λιγερών. Στην άκρη της θάλασσας σωριάζουνταν στη γραμμή αμέτρητα κρασοβάρελα που τα περίχυνε και τάπλυνε το κύμα.

Η δροσολουσμένη χλωροσιά άπλονε τάπητας μακρύς μαργαριτοκέντητος και απάνω της χιλιάδες εχαμοπετούσαν έντομα κ' εβούιζαν. Ο γαλανός αιθέρας επεντοβολούσε από χίλιων λογιών μελωμένα αρώματα και ηχολογούσεν από χίλιων πουλιών γλυκόφωνα κελαδήματα.

Ξεππέζεψα απ' το μουλάρι μου, έδωσα το καπίστρι του στον αγωγιάτη, και μουλάρι κι αγωγιάτης τράβηξαν μπροστά. Το μονοπάτι στένευε σαν κορδέλλα, σα σκοινί από κει και κάτω· φοβερό στεφάνι, θαμπή ψιλή και κρύα η χινοπωριάτικη βροχή, άπλονε ένα θεόρατο βαμβακένιο πέπλο ολόγυρά μου, π' ανάμεσά του έπλεε πιο άγρια και πιο τρομαχτική η φύση. Στρυμώχτηκα σε μια πέτρινη σπηλιά κι αγνάντευα.

Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, ενώ προβείαις άπλονετα τεχνικά θρονία, κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, καιτο κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, αφούτην Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».

Ολόγυρα το δάσος άπλονε τον κατάγυμνο χειμωνιάτικο σκελετό του, π' ανάμεσα του ξάνοιγαν φανταστικά, μακριά οι χιονισμένες κορυφές των μεγάλων βουνών πλημμυρισμένες στο φως του φεγγαριού. Σκεπασμένη από πράσινο χνουδωτό τάπητα η γις, κι από ένα χρωματιστό στρώμα απ' ανεμώνες, ξάτμιζε ολοένα πιο πολύ, την πυκνή εκείνη αντάρα, που σκεπάζει τη φύση τις βραδιές του χειμώνα κοντά από βροχή.

Καθώς εγώ μ' αλήθια, Κυρά μου, σ' αγαπώ Καμμιά στον κόσμον άλλος, δε σφάλλω να το ειπώ, Μον τάχα νάρθη η ώρα, που αυτό το σ' αγαπώ, Οχ το χρυσό σου στόμα, πως ήκουσα, να ειπώ. Ιδα απόψε στο είνορό μου, Φύλλι, σ' είχα στο πλευρό μου· Και στη μέση ένα παιδάκι, Που το τρυφερό χεράκι, Μ' ιλαρή θωριά τηρόντας, Και γλυκά χαμογελόντας, Πότε άπλονε σ' εμένα, Πότ' εχάιδευεν εσένα.

Το γεροντάκι τους γνώρισε χαμογελώντας, κι ανέβηκαν στο σπίτι και οι τρεις· στρώθηκε το τραπέζι στην πρασινοστολισμένη ταράτσα, ενώ η νύχτα άπλονε το μαλακό της πέπλο στην εξοχή, και σκορπούσε αγάλι' αγάλια ολοένα γλυκύτερο και βαθύτερο μυστήριο στο μεγάλο κάμπο.

Είχε τα ίδια γλυκά μάτια, το ίδιο μαυριδερό, λεβέντικο κεφάλι, που κρατούσε ανάμεσα στα μεστωμένα στήθη της, τη νύχτα η Λιώ, η παχουλή και κοντούλα κοπέλλα που κει που άπλονε τα ρούχα πούχε πλύνη πρωί, πρωί, σαν τον είδε κιτρίνησε. Τον κοίταξε ίσα με που χάθηκε αυτός και τ' απόσπασμα, κ' ύστερα κάθησε στη ρίζα μιας συκιάς κι άρχισε να κλαίη κρυφά και σιγαλά τον πόνο της.

Απάνω στο μεγάλο τραπέζι, σκεπασμένο με μαύρη χνουδωτή τσόχα, ο μεγάλος δίσκος με τα ποτηράκια με τις μαστίχες από τον αντικρυνό μπακάλη, άστραφτε και πεντοβολούσε στα μεγάλα φωτεινά τετράγωνα που άπλονε ο ήλιος, περνώντας από τα κλειστά γυαλοπαράθυρα.

Ο ουρανός άπλονε αστεροφωτισμένη περίσσια την αγκαλιά του, τα βουνά γύρω μαύριζαν ανάμεσα στις αγανές τουλούπες των συγνεφιών ο νυχτερινός αέρας βογκούσε στην πλαγιά της ράχης, φέρνοντας μαζί του το κουδούνισμα κανενός γιδιού, κι η άσπρη λουρίδα του μεγαλόδρομου άσπριζε παρέκει φανταστικά.