United States or Ethiopia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι άλλο είταν που την έφερε όλη εκείνη τη συφορά! Έχουμε να περάσουμε βραδιές και βραδιές στο χωριό. Θα πάμε και κει καθώς πήγαμε στην Ακρόπολη. Αγνώριστοι, αθώρητοι, με της φαντασίας τα μαγικά τα φτερούγια. Έτσι θα το σεριανίσουμε, το χωριό. Καλλίτερα ο νους σου να σε φέρνη εκεί, παρά το κορμί σου. Με το κορμί σου να πας, θα σπάσουν τα καλομαθημένα σου πόδια. Πέτρες και πέτρες!

Και σαν του τα ιστόρησε όλα, του λέει: «Θυμάσαι, παιδί μου, τις Ελληνικές εκείνες παλικαριές που σου ιστορούσα πέρσι; Βραδιές και βραδιές πέρασαν από τότες, και δεν μπορέσαμε να ξαναβρούμε ένα Κόδρο, ένα Λεωνίδα. Πού και πού θα πης πιάναμε κανέν' αγρίμι, μα πού τα φοβερά εκείνα τα λιοντάρια της παλιάς εποχής! Θάλεγες πως πάει, ξεθύμανε πια το Ελληνικό το αίμα!

Πολλές βραδιές π' αντάμωναν φυλιώνταν από τότες Κ' έλεγαν την αγάπη τους κι' άργαγε λίγο η Χρύσω Κι' αν τη ρωτάγαν «τι άργησεςτα γονικά στο σπίτι Χίλιες τους εύρισκε αφορμές, μύρια της στράτας μπόδια. Κ' ένα βραδύ από τα πολλά, κοντά το πρώτο σούρπο, Δίχως ν' αρμέξουν πρόβατα, να ειπούν και πολλά λόγια.

Ολόγυρα το δάσος άπλονε τον κατάγυμνο χειμωνιάτικο σκελετό του, π' ανάμεσα του ξάνοιγαν φανταστικά, μακριά οι χιονισμένες κορυφές των μεγάλων βουνών πλημμυρισμένες στο φως του φεγγαριού. Σκεπασμένη από πράσινο χνουδωτό τάπητα η γις, κι από ένα χρωματιστό στρώμα απ' ανεμώνες, ξάτμιζε ολοένα πιο πολύ, την πυκνή εκείνη αντάρα, που σκεπάζει τη φύση τις βραδιές του χειμώνα κοντά από βροχή.

Τι καλοκαίρι όμως είταν εκείνο! Τι θαυμαστό καλοκαίρι, όλο διάθεση για εργασία, δροσερούς ανέμους, καθαρό ήλιο και θερμές φεγγαροφώτιστες βραδιές! Μας μένει στην ανάμνηση σα μια μόνη ηλιοπλημμυρισμένη μέρα.

Τες χειμωνιάτικες βραδιές, που στα βουνά χιονίζει, Γύρ' απ' την πύρα του σπιτιού συνάζονται η κοπέλλες, Και πλέοντας ξόμπλια ωριόπλουμα, τέτοια τραγούδια λέγουν. Άγουρος του χωριού κ' εγώ, παιδί κ' εγώ της στάνης, Όσες βολές κάμπους, βουνά, στάνες, χωριά διαβαίνω Κι' οργώματα και ποταμιές, τέτοια τραγούδια λέγω.

Κι η βροχή τους συνεπήρε, και τους σκέπασε σε λίγο απ' τα μάτια μου τους δυστυχισμένους αυτούς β ι ο π α λ α ι σ τ ά ς των βουνών που δεν τους πολεμά η Ζωή μονάχα, αλλά κι αυτή η Φύση. Ο ήλιος που βασιλεύει τόσο όμορφα τις χινοπωρινές βραδιές, κρύβουνταν στα βουνά με μια απέραντη τριανταφυλλένια αναλαμπή.

Έξω ήτανε μέρα απ' του ολόγιομου φεγγαριού τη λάμψη και μύριζε καλοκαίρι-από 'κείνες τις καλοκαιριάτικες βραδιές που κάνουν τη ζωή παραμυθένια. . . Ποιος μπορεί να μείνη μέσα στην κάμαρη τέτοια βραδιά ; έτσι κι ο Νίκος έσβυσε το φως, για ναποκοιμηθή πιο εύκολα η Βεργινία, κι άνοιξε την πόρτα της αυλής κι άνοιξε όλο του το στήθος στη φεγγερή γαλήνη πούτον έξω και στη δροσερή ανάσα τη μοσχόβολη της κοιμισμένης πλάσης. . έπειτα έγειρε πίσω του την πόρτα και κάθησε κι αυτός στο σκαλοπάτι που καθόταν η Λιόλια.

Κάτωτον Μαραθόκαμπο, που ολονυχτής θερίζουν, Κάποιος λεβέντης θεριστής ψηλό τραγούδι λέγει Κι' ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο· Βαστάει κ' εμένα ξύπνηγη την ποθοπλανταγμένην Δέκα βραδιές ολόβολεςτα παραθύρια απάνου, Κι' απ' τον ήχο του τραγουδιού κι' απ' την γλυκειά φωνή του Τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.