Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025
Μπερδεμένες σκέψεις του περνούσαν από το μυαλό και σκεφτόταν τις θέρμες της μαλάριας που τον είχαν ταλαιπωρήσει την προηγούμενη χρονιά. «Ξαναγυρίζουν οι διαολεμένες;» Η ντόνα Έστερ ξανακατέβηκε με ένα βαζάκι από φελλό στο χέρι.
Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε.
Από τις τρύπες της ξύλινης οροφής έμπαιναν λοξά φωτεινές ακτίνες ασημί σκόνης που κατέληγαν επάνω στα κεφάλια των γονατισμένων καταγής γυναικών, και οι κιτρινισμένες φιγούρες που ξεπηδούσαν από το μαυρισμένο φόντο των ραγισμένων τοιχογραφιών, που ακόμη κοσμούσαν τους τοίχους, έμοιαζαν μ’ αυτές τις γυναίκες, ντυμένες στα μαύρα και τα βιολετιά, όλες χλωμές σαν το φίλντισι, ακόμη και οι πιο ωραίες, οι πιο λεπτές, με στήθος άσαρκο και την κοιλιά πρησμένη από της θέρμες της μαλάριας.
Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως. 21 Αυγούστου.
Η δημοσιά μέχρι το χωριό ήταν ανηφορική κι εκείνος περπατούσε αργά επειδή τον προηγούμενο χρόνο τον είχαν εύρει οι θέρμες της μαλάριας και τα πόδια του δεν τον βαστούσαν πια.
Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα; Ο γιατρός επέμεινε. — Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του. — Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου.
Πέρσυ τόπιασαν για καλά οι θέρμες. Έρρεψε!... έρρεψε... Πουλήσαμε τόνα βόιδι μας τότες μισοτιμής, ξοδευτήκαμε, τα μαλλιοκέφαλά μας, που λένε. Ότ' είχαμε και δεν είχαμε σε γιατρικά και σε γιατρούς. Το πήρε λίγο απάνω του, είπαμε κι εμείς δόξα σοι ο Θεός! Να πης πως είταν καλά κι αυτόν το χρόνο; Καλά να λέμε και να κοιλορεύουμε. Εδώ κ' ένα μήνα ξανάπεσε.
Τι καλοκαίρι όμως είταν εκείνο! Τι θαυμαστό καλοκαίρι, όλο διάθεση για εργασία, δροσερούς ανέμους, καθαρό ήλιο και θερμές φεγγαροφώτιστες βραδιές! Μας μένει στην ανάμνηση σα μια μόνη ηλιοπλημμυρισμένη μέρα.
Σκύλο το κράζουν Κυνηγού και πιο λαμπρά 'ναι απ' όλα, όμως στον ουρανό κακό σημάδι 'ναι στημένο, 30 τι θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ σα βγαίνει· έτσι, σαν έτρεχε, ο χαλκός του ξάστραφτε απ' τα στήθια.
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφιναν. Όλοι οι γιατροί κ' οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ναλλάξη και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν