United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κ. Πλατέας εκτύπησε το μέτωπόν του διά της ανοικτής παλάμης. — Πού έχω τον νουν! ανέκραξε. Με συγχωρείς, αδελφέ. Από τα οπίσω καθώς τας έβλεπα τώρα, δεν διακρίνονται, και ελησμόνησα ότι της μεγαλειτέρας το πρόσωπον δεν εμπνέει τον έρωτα. Η μικρά όμως... δεν σου λέγω! Είναι νοστιμωτάτη! Η εκλογή σου καλή! Ο Λιάκος ήκουε σιωπών.

Η ιδιοσυγκρασία του Πέτρου ήτο πολύ νευρική και παράφορος, ώστε να μη δύναταί ποτε να εύρη άνεσιν υπό την νέαν περιπλοκήν της αχαριστίας και του ψεύδους. Εάν μείνη σιωπών μεταξύ των αυλικών τούτων των αρχιερέων, προδίδεται διά της ανησύχου αυτοσυνειδησίας πονηρού μυστικού, μάτην προσπαθών να προσποιηθή αδιαφορίαν· εάν θελήση να ομιλήση αδιαφόρως δήθεν, προδίδεται από την Γαλιλαϊκήν προφοράν του.

Κατόπιν έστρεψε προς τον νέον βλέμμα ανακριτού και του είπε: — Δεν έχεις σήμερο δουλειά, Μανωλιό; — Έχω, απήντησε με φωνήν δειλήν ο Μανώλης. — Και πώς την αφήκες τη δουλειά σου και γυρίζεις; Ποιος πουργεύει; Ο Μανώλης έκλινε την κεφαλήν σιωπών. — Μα δεν είνε και πολλή ώρα που λείπει, είπεν η Πηγή. — Εσύ να κάνης τη δουλειά σου και να μη φυτρώνης όπου δε σε σπέρνουνε! ανεφώνησεν ο Θωμάς με οργήν.

Η θέα της ασθενούς είλκυσε την προσοχήν του. Την έβλεπεν επί ώραν σιωπών. Η ευτραπελία του διεκόπη. — Τι πάσχει άρά γε; ηρώτησα. — Δεν την βλέπεις; Φθισική η δυστυχής! Και εγερθείς επλησίασε και απέτεινε τον λόγον προς τον γέροντα, μετ' ολίγον δε λαβών σκαμνίον εκάθισεν εκεί και μου απέκρυψε με τα ευρέα νώτα του την κεφαλήν της πασχούσης. Φθισική! Εγνώριζα τι σημαίνει φθίσις.

Ο Παγώνας προεπορεύετο σιωπών, διότι ιδών την αγωνίαν της ανησυχούσης περί του συζύγου γυναικός, είχεν αισθανθή στενοχωρίαν τινά ομοίαν με σέβας, και είχε παύσει αυθορμήτως το εύθυμον άσμα του.

Κάθισε ολίγον έξω εκεί εις την πέτραν, παππά μου, να ιδώ πρώτα τι γίνεται μέσα ο άμοιρος αυτός. Ο ιερεύς υπήκουσε σιωπών. Έλαβε το δέμα εκ του κόλπου του, το έλυσε με τας χείρας τρεμούσας ολίγον, έθεσε το περιτραχήλιον με τα εν αυτώ επί της πέτρας, απέθεσεν εκεί και το καλυμμαύχιον του, και με γυμνήν την κεφαλήν, τας χείρας σταυρωμένας επί του στήθους, επερίμενεν όρθιος τον γέροντα.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Ήτο το μικρότερο των παιδιών της . . Έμενα σιωπών. — Και ο άνδρας μου, είπεν, επέστρεψεν από την Ελβετίαν, και δεν έφερε τίποτε, και χωρίς την βοήθειαν καλών ανθρώπων θα εζητιάνευε από χωριό, σε χωριό έως εδώ· επήρε θέρμες στο δρόμο. — Δεν μπόρεσα να της ειπώ τίποτε, και εχάρισα κάτι στο μικρό, με παρεκάλεσε να δεχθώ μερικά μήλα, το έκαμα, και άφησα τον τόπον της λυπηράς αναμνήσεως. 21 Αυγούστου.

Τω όντι, πώς και πόθεν θα εύρωμεν άλλους, αν απορ- ρίψωμεν τούτον; Είναι αδύνατον αλλά με καλήν ώραν πρέπει 27. | υμείς να λέγητε, εγώ δε εις αμοιβήν των χθεσινών λόγων μου να ακούω σιωπών. Κριτίας Πρόσεχε όμως εις την τάξιν των προς σε, ω Σώκρατες, φιλο- ξενημάτων μας, τίνι τρόπω τα έχομεν διαθέσει.

Ορέστη, αδελφέ μου, είσαι πολύ μικρός ώστε να βοηθήσης την αγαπητήν σου αδελφήν, αλλά κλαύσε και συ και παρακάλεσε τον πατέρα μας να μη θανατώση την αδελφήν σου. Τας συμφοράς αισθάνονται κάπως και τα νήπια. Ιδού, πατέρα μου, και αυτός ακόμη ο Ορέστης σε ικετεύει έστω και σιωπών. Λυπήσου με και φείσθητι της ζωής μου.