United States or Switzerland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ' εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν' απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του. Την επομένην πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος.

Ωνομάζετο ούτος Μουλά Μουσταφάς, ήτο δ' εκ Κρήτης και ελάλει Ελληνιστί, αλλά πολλά δεν έλεγε, μη θέλων, Τούρκος αυτός, να δώση θάρρος εις τους λοιπούς, οίτινες τον ηκολούθουν κατά σειράν, επί του όνου του έκαστος. Εγώ, κατά διαταγήν των δημογερόντων, εβάδιζα, δίκην υπηρέτου, παρά τον όνον του. Άπαξ μόνον μου απηύθυνεν ο Μουλάς τον λόγον.

Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους. Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω.

Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων. Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου.

Εβάδιζα άνω και κάτω εντός του δωματίου, μεμφόμενος την διαγωγήν μου και καταδικάζων την αδιακρισίαν μου. Ήνοιξα το παράθυρον διά να διασκεδάσω τας σκέψεις μου διά της θέας της φαιδράς κοιλάδος και της κυανής θαλάσσης. Το άγριον απέναντί μου ακρωτήριον ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου την μετά του Κ. Σπυράκη και του Νίκου συμφωνηθείσαν εκεί συνάντησιν.

Εβάδιζα ταχέως και απελάμβανα πλήρη την ηδονήν του ωραίου εκείνου εσπερινού περιπάτου, αι δε μελαγχολικαί εντυπώσεις μου, χωρίς ουδαμώς ν' αποσβεσθούν, έπαυον όμως να πιέζουν ως πρότερον την φαντασίαν μου. Ο Παντελής με παρηκολούθει σύρων το ζώον του.

Είναι αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της ημέρας, δεν είχα πίει·τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου.

Ήκουα τας φωνάς των, αλλά δεν διέκρινα τι λέγουν. Οι πρώτοι εκ του σώματός μας έτρεξαν προς συνάντησίν των. Ολόκληρος η μακρά μας στήλη επέσπευσε το βήμα διά των ελιγμών της κρημνώδους ατραπού, και εβάδιζα σπεύδων κ' εγώτελευταίος μετά του Μίρτου. — Τι συμβαίνει; τον ηρώτησα. — Κάτι τρέχει, απεκρίθη λακωνικώς.

Εσκέφθην και απεφάσισα. Το σχέδιόν μου ήτο έτοιμον. Εβάδιζα προς εκτέλεσίν του και ο Θεός βοηθός ! Το σκότος ήτο βαθύ, αλλά τα πάντα μου ήσαν γνωστά εκεί, ώστε ηδυνάμην με κλειστούς τους οφθαλμούς να εύρω τον δρόμον. Ότε έφθασα εις την άκραν του περιβόλου επήδησα τον τοίχον, όστις ήτο εκεί χαμηλότερος, και ευρέθην εντός του κήπου.

Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ ευρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν ! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.