United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και, ήτο η ζωή του ένας κατήφορος, όπου εις το τέλος εσταμάτησε κατεστραμμένος, ατιμασμένος, ελεεινός. Η θέα του υιού του εις το Στάδιον ήτο δι' αυτόν ως μία αφύπνισις. Και μετανοημένος, συντετριμμένος έρχεται προς την Μαρίαν να της ζητήση την συγγνώμην της, την επιείκειάν της, την λήθην του παρελθόντος, την ευτυχίαν του, το παιδί του... Αλλ' είνε αργά.

Καλντερίμια βρίσκω και στην Τήνο. Δε λέω για τους δρόμους, γιατί σε κάτι χωριά που πήγα, δεν ήταν και τόση κακοτοπιά. Τα καλντερίμια εδώ έγιναν κρεββάτι, και σε τέτοιο κρεββάτι έπεσα να κοιμηθώ στις τέσσερεις ήμισυ το πρωί, που έφτασα στην Τήνο, αφανισμένος από το ταξίδι. Δεν είτανε στρώμα· είταν ανήφορος και κατήφορος όλο πέτρα.

Όταν σε πάρη ο κατήφορος, και εις τον Παράδεισον αν ταξειδεύσης, θ' ακούσης περισσοτέρας κακολογίας επανερχόμενος, παρ' όσας θα ήκουες εάν εταξείδευες εις αυτήν την Κόλασιν. Το μεγαλείτερον ελάττωμα είνε η προσπάθεια προς απόκρυψιν ενός ελαττώματος· αντί ν' αλλάξης όψιν, παρουσιάζεις αυτήν με έν ελάττωμα επί πλέον. Και το γελοίον έχει όρια, πέραν των οποίων αποβαίνει συμπαθές.

Κάποτες μου έρχεται σα να κατεβαίνω κάτω βαθιά, δεν ξέρω πού, και δεν μπορώ να σταθώ· κι ο κατήφορος είναι μια γλύκα, σαν το βελούδο μαλακός· στράφτει ο ήλιος και φαντάζουμαι τότες πως κολυμπώ στις αχτίδες του μέσα· όλα τα ξεχνώ, βλέπω μόνο τη Μοιρίτα και θαρρώ πως βυθίζουμαι, αγάλια αγάλια, σε καμιάν άβυσσο γεμάτη φως, θαρρώ πως ξανοίγει μπροστά μου κανένας ήσυχος, ολόφαιδρος τόπος, ηλιολουσμένος, που δεν πονεί η καρδιά μου.

Έκειτο ανάμεσα στο Πυργί και στην Κεχριάν, κ' είχεν αντικρύ το μέγα δάσος των δρυών, τον Αραδιάν, προς μεσημβρίαν, και δεξιά τας ακτάς και τους βράχους του βορεινού Κάστρου, και το θεσπέσιον πέλαγος το και φρίσσον και αβυσσαλέον και γλαυκόν. Όλον το χωράφι, αγύριστον, περιείχεν υπέρ τα χίλια δένδρα, ελαίας, μυγδαλέας, απιδέας και συκέας, ήτο κατήφορος και κρημνός.

Είναι αληθές ότι μέχρι της εκκλησίας κατεβαίνομεν, αλλά μη και ο κατήφορος δεν καταπονή τας κνήμας; Δεν είχα φάγει τίποτε θρεπτικόν δι' όλης της ημέρας, δεν είχα πίει·τούτο προ πάντων ήτο το δεινόν, — δεν είχα πίει! Μου έκαιεν ο λάρυγξ, η γλώσσα μου ήτο ξηρά, και με περιέρρεεν ο ιδρώς, και εβάδιζα ασθμαίνων, και εκυρίευε την ψυχήν μου η επιθυμία να φθάσωμεν εις το τέρμα του δρόμου.