United States or Mali ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποσάκις, βλέπων εκείθεν τας λευκάς πτέρυγας των απεχόντων πλοίων, εζήλευε τους ναύτας, οι οποίοι, εύρωστοι και ρωμαλέοι, επάλαιον κατά των στοιχείων, περιφερόμενοι από τόπου εις τόπον και ποθούντες την παραλίαν της πατρίδος, όπου όντα προσφιλή τους επερίμενον, ενώ αυτός, δέσμιος επί του βράχου του, έρημος και ελεεινός, επερίμενε τον θάνατον!

«Και αν ο Άσωτος υιός εξέπεσε 'στους χοίρους, την πατρική κληρονομιά την είχε φαγωμένη 'στο τέρσο τίρο, 'στο κρασί και εις τους ποδογύρους, και πάλι δεν υπέφερε χοιροβοσκός να μένη. Μα συ, χωρίς τα χρήματα να φάγης κανενός, χωρίς κανένα θέλγητρον του κόσμου ν' απολαύσης, πώς έγινες αναίσθητος, τραχύς κι' ελεεινός; Φασκέλωσε τα χρήματα, προτού πικρά να κλαύσης

Αν ένα κι' ένα μούλεγε αδιάντροπος κανένας πως δυο δεν κάνουν μόνον, θα τούχυνα τα μάτια του με το φτερό της πένας ως Ηρακλής θυμόνων. Μα σήμερα μου φαίνεται η γνώμη καθενός σοφή και νουνεχής, και μόνον τας ημέρας μου μετρώ ελεεινός με σπαραγμόν ψυχής.

Εν τοις δράμασι του Ευριπίδου οι θεοί δεν κατέχουσι την πρωτίστην θέσιν, το δ' υπέρ φύσιν εξαλείφεται, και η ανθρωπότης παρίσταται μετά των αληθών παθημάτων και παθών αυτής. Ο Ορέστης αυτού είναι πταίστης ελεεινός, καταβιβρώμενος υπό των τύψεων του συνειδότος και καταβεβλημένος ψυχή τε και σώματι.

ΚΕΝΤ Ήτο πριν φύγη ο βασιλεύς; ΙΠΠΟΤ. Όχι· κατόπιν ήτο. ΚΕΝΤ Ω Ληρ, ο φίλε, είν' εδώελεεινός και μαύρος! Είν' ώραις που συνέρχεται και 'ξεύρει τι συμβαίνει, αλλά την θυγατέρα του να την ιδή δεν θέλει. ΙΠΠΟΤ. Και διατί; ΚΕΝΤ Η εντροπή τον εμποδίζει, φίλε, διότι ήτον άδικος.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι; ‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα· ‘ς τα λιμασμένα 'μάτια σου η στέρησις' κ' η πτώχεια· ‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι' ο εξευτελισμός σου· ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι' ο κόσμος δεν σε θέλει· Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει· λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.

Εσύ, είσαι αρχόντισσα· εάν διά το κρύον με τόσην πολυτέλειαν το σώμα σου στολίζης. η φύσις δεν χρειάζεται τα πλούσια στολίδια αυτά, που είναι περιττά διά να σε ζεστάνουν. Αν είν' ό,τι χρειάζεται και μόνον, δώσετέ μου υπομονήν, ω ουρανοί! Υπομονή μου λείπει! Εμπρός σας στέκω, ω θεοί, δυστυχισμένος γέρος, από την λύπην μου βαρύς, καθώς κι' από τα χρόνια, και εις τα δυο ελεεινός.

Ήτο ο Φεβρουάριος, ο ελεεινός και δύστροπος Κ ο υ τ σ ο φ λέ β α ρ ο ς του λαού, όστις εμασκαρεύετο και αυτός προσωρινώς και υπεκρίνετο τον Μάιον, αλλ' έμενεν όμως πάντοτε κατά βάθος ο παροιμιακός μην του ψύχους και του βορρά. Την ιδίαν ευθύς εσπέραν μας έφερε βροχήν παγετώδη, και την επομένην πρωίαν ελαφραί χιόνος νιφάδες απεπειρώντο να στρώσωσι λευκάς των οικιών μας τας στέγας.

Αλλ' εκείνος είπεν ότι δεν ηδύνατο να πράξη άλλως, ότι κατάσκοποι του Αρπάγου θα έλθωσι να παρατηρήσωσι, και ότι ελεεινός θάνατος τον περιέμενεν εάν παρέβαινε την υπόσχεσίν του. Η δε γυνή, επειδή δεν ηδύνατο να τον πείση, επέμεινε και επανέλαβεν· «Αφού δεν ειμπορώ να σε πείσω να μη το ρίψης, και είναι απόλυτος ανάγκη να το ίδωσιν ερριμμένον, πράξε το εξής.

Ήτο ελεεινός! Εννοώ το κινούν αυτόν ελατήριον. Θέλει ο δυστυχής να πνίξη την φωνήν της συνειδήσεως, θέλει να μη την ακούη. Υπάρχουν σκέψεις και αναμνήσεις, εις των οποίων, την βάσανον ο άνθρωπος δεν αντέχει. Προσπαθεί να τας διώξη, αλλά δεν ημπορεί να τας εξαλείψη, ούτε να τας διεκφύγη.