United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίσιος είναι δι’ ημάς οιωνός οι φιλόφρονες τρόποι και οι γλυκείς λόγοι, δι’ ων μας υποδέχεσθε, και ελπίζω ότι εις γάμους τωόντι ευτυχείς φέρω νύμφην την κόρην μου. Λάβετε σεiς εκ της αμάξης τα γαμήλια δώρα της θυγατρός μου και φέρετε τα μετά προσοχής εις την βασιλικήν σκηνήν. Έξελθε, κόρη μου, της αμάξης και πάτησε εις το έδαφος τους αβρούς και κουρασμένους πόδας σου.

Άμα πάτησε Αφρικανικό χώμα ο Βελισάριος φρόντισε να πη του στρατού του πως δεν ήρθανε να ρημάξουν τον τόπο, παρά να τονέ λευτερώσουν από τους βαρβάρους, και τους παράγγειλε να πλερώνουν ό,τι παίρνουνε. Με τον καλόν αυτόν τρόπο, απ' όσες πολιτείες περνούσανε δεν έβρισκαν εναντίωση, μόνε άνοιγαν τις πύλες τους και τους δέχουνταν.

Και πρέπει να το μολογήσουμε πως σ' αυτό το ζήτημα είχε η Δύση το δίκιο μαζί της. Και το χερότερο για τα μας, που όχι μονάχα δεν πάτησε πόδι στο Βυζάντιο η συνοδία εκείνη, μα και φυλακίστηκε μέσα σ' ένα κάστρο της Θράκης .

Τράβησε σ' ένα ταπεινό ξενοδοχείο, έφαγε λίγο ψωμί και κρομμύδι, κι' από την πολλή του την κούραση έπεσε να κοιμηθή, χωρίς να ειπή τίποτε σε κανένα, γιατί ήρθε και ποιόν γυρεύει. Αλλά ένα μαύρο προαίστημα του είχε γραπώσει την καρδιά, από τη στιγμή, που πάτησε το ποδάρι του εκεί. Τα μεσάνυκτα άρχισαν οι καμπάνες να βαρούν δυνατά.

Βρε μπούφο· του είπε τέλος σφουγγόντας τα μάτια του· τετρακόσια χρόνια σκλαβιά και δε μας έκαμε τίποτα και θα μας κάμουν τώρα οι αρκουδιάριδες. Κύττα τη δουλειά σου και μη φοβάσαι. — Τι να μη φοβάμαι, χριστιανέ; είπε ο Δημητράκης με θυμό· πάτησε σου λέω τον τόπο και τον καλλιεργεί· φυτεύει, σπέρνει....

Και μες στα παραλούρια το γάβρο δένει Πήδασοπου ο Αχιλιάς τον πήρε τότες τ' Αητιού σαν πάτησε το στεριωμένο κάστροπούτρεχε μ' άτια αθάνατα, θνητό κιας είταν θρέμμα. Πάει τότε ο Αχιλιάς παντού από καλύβα σ' άλλη 155 κι' όλους φωνάζει στ' άρματα. Κι' εκείνοι αμέσως όξω 156 166 πρόστρεξαν όλοι, κι' έστεκε στη μέση ο Αχιλέας αμαξωτούς θαρρύνοντας κι' ασπιδωμένους άντρες.

Άλλα δεκατέσσερα, κι άλλα εικοσιτέσσερα χρόνια, ώσπου πέρασε κάποιος και μου πάτησε το πόδι, και πήδηξα και με το συμπάθειο, βλαστήμησα, κι από την ομιλία μου το κατάλαβα πως δεν είμουνα πεθαμμένος, μόνο πως ονειρεύουμουν τόσα χρόνια! Κρίμα, κρίμα στα εξήντα μου χρόνια! Πού να τα ξαναβρώ πια τώρα! Εννιά μήνες Ελληνικά, και ξαπλώθηκα. Χάθηκα μέσα στα όνειρα!

Πάτησε ο Γκενεβέζος πρώτος και γοργά κάθισε στη σέλλα. Μα δεν έγινε το ίδιο και με τον Περαχώρα· χοντρός κι αδέξιος ο καθηγητής μόλις ανέβηκε στο γόνα του Αριστόδημου έγειρε να πέση. Από το φόβο του όμως άπλωσε τα χέρια όπου τύχη κι αρπάχτηκε απ' τα μαλλιά του αρχαιολόγου. Εκείνος τον αγκάλιασε σφιχτά, τον σήκωσε ψηλά και τον απίθωσε στη σέλλα.

Ύστερα, λέει, κατέβηκε κι ο Πανάγος στο καπελιό, λέει, και του πάτησε ένα βρισίδι, λέει, του Σταμάτη μου που αποκότησε και τονε συχάρηκε, που δε μεταγίνεται, λέει.

ΡΩΜΑΙΟΣ Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι; ‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα· ‘ς τα λιμασμένα 'μάτια σου η στέρησις' κ' η πτώχεια· ‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι' ο εξευτελισμός σου· ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι' ο κόσμος δεν σε θέλει· Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει· λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.