Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Να πώς περιγράφει την περίοδο εκείνη της ζωής του άτυχου ποιητή ο Ernest La Jeunesse: «Από την ημέρα που πάτησε το πόδι του το δικό μας χώμα ξακολουθούμε να είμαστε μάρτυρες μιας φρικτής τραγωδίας, της προσπάθειάς του να ξαναζήση.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα ο Αριστόδημος· Μόλις πάτησε το κατώφλι θέλησε να πέση και ν' αγκαλιάση το φέρετρο. — «Μάννα, μαννούλα μου γλυκειάτου ήρθαν οι λέξες στα χείλη. Κρατήθηκε όμως μόλις είδε τους ξένους. Σκέφτηκε πως έπρεπε να φανή επιφυλαχτικός, σοβαρός, επίσημος μπροστά τους. Μέσα του υπόφερνε πολύ· κατώρθωσε όμως να σφίξη τον πόνο του.

Νά τ’ αυτοφάνερα, όσα μας είπε ο κήρυξ.... πένθος διπλό και συμφορά διπλή των δυό νεκρών που σκότωσε ο ένας τον άλλο· διπλά σωστά σφαχτάρια αυτά και τι να πω; Τι άλλο, ή πόνοι σ’ άλλους πόνους μέσα στα σπίτια θρονιασμένοι; Μα με τον πρίμον αγέρα, φίλε, των θρήνων στις κεφαλές σας λάμνετε γύρω κουπιά τα χέρια σας για την πομπή που πάντ’ ανάμεσα ’πό τον Αχέροντα τραβάει και πάει τον άγιο δρόμο της που τον περνούνε μαύρα πανιά, δρόμον ανήλιαγο, που δεν τον πάτησε ποτέ ο Απόλλωνας και φέρνει πέρα στην παντοδόχα κι άφαντη ξέρα.

Εκείνος προσκύνησε, σύναξε από χάμου το κιάλι και τα κομμάτια του και χάθηκε. Ο Χαγάνος έμεινε κατάμονος απάνου στο σοφά, βράζοντας από το κακό του Το άγριο αίμα των προγόνων του άναψε και του έπηζε τη σκέψη και τη συνείδηση. Ήθελε να παιδέψη τον Πέτρο το Θεομίσητο· και να τον παιδέψη αλύπητα. Ο Χαγάνος πήδησε από τη θέση του άξαφνα σα να πάτησε φίδι. Αγνάντεψε τον ίδιον το δουλευτή.

Τις δουλιές, την υπακουή, την πάστρα, τη λιγολογιά. Τις δικές της δεν τις σκέφτηκε καθόλου. Ούτε στο παραθύρι βγήκε, ούτε στους δρόμους. Μόνον την πρώτη Κυριακή ζήτησε να βγη για να συνάξη κάτι πράματά της, λέει. Η κυρία Μαχαλά κούνησε το κεφάλι. Πάει! δε θα την ξαναϊδή. Μα η Ασημίνα γύρισε το βράδυ και νωρίςνωρίς μάλιστα. Και από τότε δεν το πάτησε τα κατώφλι. Έλα Χριστέ και Παναγιά!

Μόλις πάτησε πόδι στη χώρα εκείνη, κ' ίσια στο Σπιτάλι μαζί με το έχει του. — Να μείνουν αυτά εδώ, τους λέει τους ανθρώπους εκεί. Εμένα δε μου είνε και πολύ χρειαζούμενα. Ο πρώτος που αναλάβη κ' είνε έτοιμος να μισέψη, του τα χαρίζετε. Και γίνεται άφαντος ο Γέρο Ανέστης. Τραβάει κατά τη σκάλα, βρίσκει πέραμα, και σ' ένα μερόνυχτο μέσα τηράει τις ολόχαρες ακρογιαλιές του νησιού του.

Στο τέλος 'ς 'ν απόλυσι, θέλησε ο κακόμοιρος να πάη πρώτος-πρώτος να πάρη αντίδωρο, και του πάτησε μια βρισιά ο δήμαρχος, που τον έκαμε τον κακόμοιρο απ' άσπρου. — Να σ' πω κουμπάρα. Κατάλαβες τίποτα; διέκοψεν αίφνης εγερθείς ο ποιμήν. — Τι; ηρώτησεν η Κρατήρα. — Δεν κατάλαβες τίποτα ακόμα; Νά! Και ωσφραίνετο ηχηρώς ο Κομποδήμος. — Ωχ!

Ο ψηλός άνθρωπος με τον μπόγο κατέβηκε σιγά-σιγά τα σκαλιά και πάτησε τη βάρκα. Ο κόκκινος μπόγος κουνήθηκε. Τώρα άρχιζε να ξεχωρίζη σαν άνθρωπος. Φάνηκε το κεφάλι του, τα χέρια του, τα πόδια. Ένας άνθρωπος, κουβαριασμένος, γαντζωμένος από το λαιμό του ψηλού ανθρώπου, κουκκουλωμένος με μια κόκκινη τσέργα.

Και να δης που είναι η βαρβαρωσύνη αυτή χερώτερη κι από του άγριου Αφρικανού. Να είσαι από γεννήσιο φτωχός κακό πράμα, μα όχι και τόσο κακό καθώς όταν είσαι πλούσιος και ξαναπέφτης ατή φτώχεια. Ηθική φτώχεια η δική μας. Χέρσο χωράφι που αιώνες δουλευτής δεν το πάτησε. Ας έρθουμε τώρα και στα καλά μας. Και πρώτο πρώτο, η μοναδική μας ξυπνάδα. Τίποτις, φίλε μου. Εμείς κι όχι άλλοι.

Έγινε όλη κίτρινη, μαραμμένη σαν κομμένο λουλούδι. Έλυωνε, έσβυνε το κορμί της λαμπάδα μπροστά στην αγάπη της. Ένα κομμάτι από τη φωτογραφία ήταν στα πόδια της και το πάτησε με τη μύτη του παπουτσιού της. Περίμενε να πονέση το χαρτί, να βγάλη φωνή, να της ειπή «μη!». Όχι· τίποτα. Έν' άλλο κομμάτι είχε πέσει στην ποδιά της. Το πήρε, το κύτταξε καλάκαλά.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν