United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αφού εκείνη συνήλθε, την εκύτταξε συμπαθώς με την κατάμαυρον μανδήλαν, με τα ωραία ξέπλεγα μαλλιά και με τους βουρκωμένους εκ των δακρύων οφθαλμούς και φρικίασιν αισθανθείς έπεσεν εις τους κόλπους της θρηνών και αυτός. Η σκηνή ήτο εξόχως δραματική.

Και εσώθη μόνος ο Σπύρος του Γέρω-Λαχανά, ως ο τελευταίος άγγελος του Ιώβ, ίνα αναγγείλη την θλιβεράν είδησιν εις την αδελφήν του. — Πες χαιρετίσματα εις τον Μπάρμπα-Σταυρή, Είπε θρηνών ο Σπύρος, πες του που ξέρει να κάνη το ξυλόσοφο, ότι ο Σπύρος δεν είνε τεμπέλης, αλλά τον κατατρέχει η ατυχία....

Είνε ωραιότερα των ισχυρών θρήνων της Κλεοπάτρας κατά την πτώσιν της, διότι είνε σκοτεινότερα, ασταθέστερα, και άυλα. Η ισχυρογνώμων οίησις και η ανόητος απόφασις του Αντωνίου όπως, υπακούων εις την επιθυμίαν της Κλεοπάτρας, πολεμήση κατά θάλασσαν αντί κατά ξηράν, ήτο αξία της τιμωρίας του.

Φαίνεται ότι πάντοτε τον έψαλλον· αιγυπτιστί δε ο Λίνος ονομάζεται Μανέρως, και οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι τούτο ήναι το όνομα του μονογενούς υιού του πρώτου βασιλέως των, ότι αφού ο Μανέρως ούτος απέθανε προώρως, ο λαός τον ετίμησε διά των θρήνων του, και ότι εκ τούτου επήγασε το πρώτον και μόνον τούτο άσμα.

Από την ρόκα ήρπαζε το καρυοφύλλι και από τ' αδράχτι το γιαταγάνι, μεθ' όσης ευκολίας δόκιμος μουσικός αλλάζει τον ταμπουρά με την φλογέραν. Το αίμα δεν την εφόβιζε καθόλου· οι βόγγοι και οι δαρμοί των πληγομένων δεν την συνεκίνουν· τα πτώματα, αν ήσαν εχθρών, ήσαν σεβαστά μόνον καθό ακίνδυνα πλέον κ' έτοιμα διά την φθοράν· αν ήσαν φίλων, ήσαν άξια θρήνων και τιμητικής ταφής.

Ο αρχιληστής εβρυχάτο ως λέων, εκ της μανίας αδυνατών να κινηθή καν. Ο δε Θανάσης εξακολουθεί να διαμαρτύρεται προοιμιαζόμενος πάλιν ότι αν ήθελε να κλέψη τον αρχηγόν του, δεν θα είχε τόλμην να εμφανισθή πλέον ενώπιόν του, διότι εγνώριζεν ότι ήθελε κινήσει την οργήν του. Και θρηνεί. Και ούτω θρηνών αφηγείται το συμβάν επάνω εις το ρεύμα, υπό την γενικήν αγανάκτησιν των συντρόφων όλων.

Τέλος, την αυγήν, έληξεν η θεία λειτουργία και παρετέθη εν τω κελλίω του Γέροντος, ενώπιον του Εσταυρωμένου, η πανηγυρική Τράπεζα, ευωδιάζουσα μύρα ασκήσεως και απράγμονος βίου. Ο κυρ-Δημάκης χωρίς όρεξιν έλαβε μικράν τροφήν, ενδομύχως θρηνών, διότι ηδυνάτει να πληρώση την λαίμαργον άλλην επιθυμίαν του, και μόλις εξημέρωσε καλά, κατήλθεν εις την ακτήν πικρώς βασανιζόμενος.

Ώρα των θρήνων, διατί να έλθης, την χαράν μας να την σκοτώσης; διατί; Παιδάκι μου, παιδί μου! όχι παιδί, — ψυχή μου συ! Νεκράν, νεκράν σε βλέπω. Κάθε χαρά μου θα ταφή, ω κόρη μου, μαζή σου! ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Φθάνουν οι τόσοι οδυρμοί. Είν' εντροπή σας! Φθάνει! Δεν διορθόνουν το κακόν οι οδυρμοί κ' οι θρήνοι.

ΜΟΝΤΕΚΗΣ Κακοαναθρεμμένε, απ' τον πατέρα σου εμπρός ‘ς τον τάφον καταιβαίνεις; ΠΡΙΓΚΗΨ Ησύχασε, και πρόσμεινε να καθαρίσω πρώτα το σκότος τούτο το πυκνόν, να μάθω την αιτίαν, την κεφαλήν, και την πηγήν αυτής της παραζάλης. Τότε θα γίνω αρχηγός πρώτος εγώ των θρήνων, κι' ανοίγω εις την λύπην σας τον δρόμον του θανάτου· αλλ' έως τότ’ υπομονή. — Οι ένοχοι πού είναι;

Και εις την σκοτιάν βαθείαν, Εις το απέραντον διάστημα, Τα φώτα σιγαλέα Κινώνται των αστέρων Λελυπημένα. Εχάθηκαν η πόλεις, Εχάθηκαν τα δάση, Κ' η θάλασσα κοιμάται Και τα βουνά· και ο θόρυβος Παύει των ζώντων. Εις τα φρικτά βασίλεια Ομοιάζει του θανάτου Η φύσις όλη· εκείθεν Ήχος ποτέ δεν έρχεται Ύμνων ή θρήνων.