United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


επτά μέρη τα χώρισε• μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία• 435 τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν• αλλά τον Οδυσσέα με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. τότε ο πολύγνωμοςαυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας• «Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, 440 αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα».

Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν.

Ο δε Δαρείος, πορευόμενος διά της Θράκης, έφθασεν εις την Σηστόν της Χερσονήσου· εντεύθεν αυτός μεν διέβη μετά των πλοίων εις την Ασίαν, εν τη Ευρώπη δε κατέλιπε στρατηγόν τον Πέρσην Μεγάβαζον τον οποίον ποτε ετίμησε μεγάλως ειπών ενώπιον των Περσών τον εξής λόγον.

Τώρ' όμως δεν μ' ετίμησε ουδέ καν ολιγάκι· Ο βασιλεύς μ' ατίμασεν Ατρείδης Αγαμέμνων· Ότ' άρπαξε το δώρον μου, το πήρε, και το έχει. Έτσ' είπε, δακρυχύνοντας· κ' η σεβαστή μητέρα Τον άκουσε, καθήμενητης θάλασσας τα βάθη, Σιμά εις τον πατέρα της τον γέροντα, κι' αμέσως Σαν καταχνιά απ' την θάλασσαν την ασπρουλήν ανέβη.

Φαίνεται ότι πάντοτε τον έψαλλον· αιγυπτιστί δε ο Λίνος ονομάζεται Μανέρως, και οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι τούτο ήναι το όνομα του μονογενούς υιού του πρώτου βασιλέως των, ότι αφού ο Μανέρως ούτος απέθανε προώρως, ο λαός τον ετίμησε διά των θρήνων του, και ότι εκ τούτου επήγασε το πρώτον και μόνον τούτο άσμα.

Ο βασιλεύς εφιλοδώρησεν όλους ημάς πλουσιοπάροχα, μάλιστα τον στρατιώτην που κατώρθωσε το ανδραγάθημα, τον οποίον και ετίμησε με αξίωμα στρατιωτικόν. Εγώ μετά ταύτα εσύχναζα εις την συναναστροφήν των πραγματευτών· όταν μίαν ημέραν περπατώντας εις τον λιμένα με άλλους πραγματευτάς, είδαμεν και άρραξεν ένα καράβι ξένον, και άρχισε μετέπειτα να ξεφορτώνη τας πραγματείας που έφερεν.

Κάποιος Πολύβιος, πολύ απαίδευτος και σολοικίζων εις την γλώσσαν άνθρωπος, είπεν• Ο βασιλεύς μ' ετίμησε με την Ρωμαϊκήν πολιτείαν, θέλων να είπη με την Ρωμαϊκήν πολιτογράφησιν. Ο δε Δημώναξ του είπεν• Είθε να σ' έκαμνε μάλλον Έλληνα παρά Ρωμαίον.

ΚΡΑΤ. Θα τα απορρίψω αν και ακουσίως• διότι τι δύναμαι να κάμω; ΕΡΜ. Μπα! μπα! Συ δε ο ωπλισμένος τι θέλεις; Και διατί φέρεις αυτό το τρόπαιον; ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ. Διότι ενίκησα, ω Ερμή, και ηνδραγάθησα και η πόλις με ετίμησε. ΕΡΜ. Άφησε το εδώ το τρόπαιον διότι εις τον Άδην επικρατεί ειρήνη και δεν υπάρχει ανάγκη όπλων.

Τον ετίμησε δε υπερβαλλόντως, καθότι κατ' έτος τω έδιδε δώρα όσα οι Πέρσαι νομίζουσι πολυτιμότατα· τω έδωκε προς τούτοις να κυβερνά ισοβίως την Βαβυλώνα αφορολόγητον, και άλλα πολλά προνόμια τω εχάρισεν.

Η χήρα εθριάμβευσε, η Ρώσσα ενικήθη, και κατά γης εκοίτετο ως μαραμμένον κρίνον η τροπαιούχος Συριανή κι' εμέ εξεδικήθη, κι' ετίμησε εις την Αζόφ το έθνος των Ελλήνων. Όπου Ελλάς, εκεί ισχύς και πυραμίδες νίκης, Έλλην να ήσαι, και παντού θα έβγης νικητής... ω Δόξα, μόνον εις εμάς τους Έλληνας ανήκεις, και εις τα ξένα χώματα ποτέ σου δεν πατείς.