United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι αρραβώνες επρόκειτο να γείνουν επισήμως την εσπέραν. Έτρεξεν ο Νίκος από τον πατέρα του εις τον Κύριον Μελέτην. Κύριος οίδε πώς ηρέθισαν οι δύο γέροντες τον νέον με τας δριμείας επιπλήξεις των. Κύριος οίδε τι λόγους οργίλους αντήλλαξαν! Ήτο έξω φρενών ο δυστυχής! «Ούτ' εγώ ούτ' εκείνοςκαι εξήλθεν από το Κάστρον... Αλλά, κύριοι, προς τι σας τα λέγω αυτά; Το τέλος το γνωρίζετε.

Το έντομον, αφού έμεινε ολίγον επί της κεφαλής της, ανέβη, διά του αυτού εναερίου δρόμου, εις την οροφήν. Εξήγησα ευθύς το φαινόμενον εις την οικογένειαν, ήτις πολύ συνεκινήθη. Την αυτήν εκείνην βραδειάν, ο φίλος μας ο προξενητής ήλθεν εις το σπίτι με τον γαμβρόν και την επιούσαν εγένοντο επισήμως οι αρραβώνες της κόρης μου, μ' αυτόν, τον και σήμερον συζυγόν της

Όσον διά τον Γιαννάκον τον Χαρτουλάριον, ούτος, βλέπων την προς αυτόν σπουδήν και προσπάθειαν και των δύο κομμάτων, αντιπροσωπευομένων επισήμως από τον Λάμπρον τον Βατούλαν και από τον Μανώλην τον Πολύχρονον, εθεώρησε τώρα παρά ποτε βεβαιοτέραν την επιτυχίαν και ασφαλεστέραν την θέσιν του.

Ολίγον δε μετά τον θάνατον του αγαθού εκείνου ανδρός υπεγράφετο υπό της Ελληνικής κυβερνήσεως και των κληρονόμων αυτού σύμβασις, δι' ης το προς τον Όθωνα χρέος υπολογιζόμενον εις 4,500,000 ανεγνωρίζετο επισήμως.

Και αυτή δε η ανωτάτη παρ' ημίν ακαδημαϊκή αρχή, το Εθνικόν Πανεπιστήμιον, ενώ κατ' αρχάς κατεδίκαζε την κοινήν και εξωστράκιζεν αυτήν από των ποιητικών διαγωνισμών, επισήμως εδήλωσε την αναίρεσιν της τοιαύτης καταδίκης ότε, εθνικής πανηγύρεως τελουμένης, ανέθετε την εξύμνησιν του πρωτομάρτυρος της Ελληνικής αναγεννήσεως εις τον εξοχώτερον των ζώντων αντιπροσώπων της δημοτικής ημών ποιήσεως.

Υπό τους όρους τούτους οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς, οι οποίοι ενήργουν εκ συμφώνου, υπέσχοντο να συμμαχήσουν με τους Αργείους. Πριν όμως δοθούν οι όρκοι, οι βοιωτάρχαι ανεκοίνωσαν τας αποφάσεις ταύτας εις τας τεσσάρας βουλάς των Βοιωτών, αι οποίαι έχουν την υπερτάτην εξουσίαν, και εζήτησαν παρ' αυτών να υποχρεωθούν επισήμως μεθ' όλων των πόλεων όσαι ήθελον να συνασπισθούν προς κοινήν υπεράσπισιν.

Να μαζώξης τα λόγια σου, είπεν οργίλως ο Θευδάς. — Ο διάβολε! και τι σου χρεωστούσα να με γελάσης μες τα μάτια; — Εγώ σε γέλασα; — Δεν μου υποσχέθηκες να πας; — Δεν σου το υπεσχέθην επισήμως, είπεν ο γεννάδας. — Και τι θα πη &επισήμως&; Δεν καταλαβαίνω εγώ απ' αυτά, να σε χαρώ. — Σαν δεν καταλαβαίνης, κατάλαβε, είπεν ο Θευδάς. — Μη χειρότερα. — Δεν θα τα πης του αφέντη μου αυτά που μου είπες;

Οπωσδήποτε, το κράτος το καλούμενον επισήμως Ρωμαϊκόν , υπό δε των Λατίνων Γραικικόν , είχε μεν πολλούς και ποικίλης καταγωγής λαούς επί του Ιουστινιανού· αλλ' η ψυχή του κράτους και η πραγματική δύναμίς του ήτο Ελληνική. Έλληνες ήσαν οι αποτελούντες τον κυρίως λαόν του, τον πολυπληθέστατον δηλονότι και άρχοντα λαόν, τον συγκεντρούντα εν εαυτώ όλον τον πνευματικόν βίον και πολιτισμόν.

Ακριβώς το μεσονύκτιον της ημέρας, καθ' ην απέθανε, με εκάλεσε παρά την κλίνην της επισήμως, και μοι εζήτησε να τη επαναλάβω τους εξής στίχους, ους αύτη πρό τινων ημερών είχε συνθέσει: «Ιδού, επήλθε, τέλος, νυξ πανηγύρεως μετά τους τελευταίους τούτους θλιβερούς χρόνους· πλήθος αγγέλων πτερωτών, φερόντων πέπλους και βρεχομένων από τα δάκρυα των, βλέπουσιν εντός θεάτρου δράμα ελπίδων και φόβων, ενώ εκ διαλειμμάτων η ορχήστρα ανακρούει την μουσικήν των σφαιρών».

Και επέστρεψε μεν ικανοποιηθείς, διότι ανεγνωρίσθη το δίκαιόν του επισήμως, αλλ' όμως ο δρόμος ήτο μακρός, ο δε καύσων υπερβολικός. Είχε παρέλθει η συνήθης του γεύματος ώρα ότε επανήλθεν εις την οικίαν του, όπου η παππαδιά επερίμενεν ανησυχούσα μη χαλάση το φαγητόν. Αλλ' ο πεινασμένος παππάς το εύρεν εξαίρετον και το ετίμησε κατά κόρον, προς άκραν της συζύγου του ευχαρίστησιν.