United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ειπέ μου, σε παρακαλώ. Ημπορούμεν να αντιληφθώμεν δύο είδη φόβων σχεδόν αντίθετα μεταξύ των; Ποία λοιπόν; Τα εξής. Φοβούμεθα, νομίζω, τα κακά, όταν περιμένωμεν να συμβούν. Μάλιστα.

Οι άνθρωποι ησθάνοντο εν αυτώ την δύναμιν εκείνην της υπεροχής, με την οποίαν είνε πάντοτε πεπροικισμένη η τελεία αυταπάρνησις. Εκείνος όστις είνε ανώτερος των κοινών φιλοδοξιών του ανθρώπου, είνε ωσαύτως ανώτερος και των κοινών φόβων του.

Αλλά φοβούμεθα πολλάκις και την κοινήν γνώμην, διότι νομίζομεν ότι θα νομιζώμεθα κακοί, όταν κάμνωμεν ή λέγωμεν τίποτε από τα άσχημα, αυτόν δε ακριβώς τον φόβον ημείς βεβαίως, νομίζω δε και όλοι οι άλλοι, τον ονομάζομεν καταισχύνην. Πώς όχι; Αυτά λοιπόν τα δύο είδη των φόβων έλεγα.

Την ανδρείαν όμως, λέγε, τι θέλεις να την παραδεχθώμεν; Άραγε ότι είναι απλώς αγών εναντίον των φόβων και των κακώσεων, ή και εναντίον των πόθων και των ηδονών και μερικών άλλων ανικήτων κολακευτικών χαϊδευμάτων, τα οποία και των νομιζομένων σεβαστών μαλακόνουν τας ψυχάς και τας κάμνουν ωσάν από κερί; Μάλιστα, νομίζω εναντίον όλων αυτών.

Απηδαλιούχητος επλανάτο η διάνοιά της εις εικασίας, κυμαινομένη μεταξύ ελπίδων και φόβων και κλυδωνιζομένη εν μέση γαλήνη, η φλογερά δε σφραγίς του μυστηριώδους εκείνου και ανεξηγήτου φιλήματος έμενεν έτι χλιαρά επί των χειλέων της, ότε δεύτερον, φλογερώτερον του πρώτου φίλημα της έκαυσε και πάλιν τα χείλη.

Και παρήρχοντο ούτως αι ημέραι εν τω μέσω φόβων και ελπίδων. Την ιδέαν της εις Ψαρά καταφυγής παρητήσαμεν εξ ανάγκης, διότι ήρχοντο απελπιστικαί εκείθεν ειδήσεις. Ήτο ήδη πλήρης προσφύγων η νήσος, οι δε Ψαριανοί, μόλις έχοντες πώς να τους διαθρέψωσι και συντηρήσωσι, δεν ηδύναντο ούτε ήθελον να δεχθώσι πλειοτέρους.

Ακριβώς το μεσονύκτιον της ημέρας, καθ' ην απέθανε, με εκάλεσε παρά την κλίνην της επισήμως, και μοι εζήτησε να τη επαναλάβω τους εξής στίχους, ους αύτη πρό τινων ημερών είχε συνθέσει: «Ιδού, επήλθε, τέλος, νυξ πανηγύρεως μετά τους τελευταίους τούτους θλιβερούς χρόνους· πλήθος αγγέλων πτερωτών, φερόντων πέπλους και βρεχομένων από τα δάκρυα των, βλέπουσιν εντός θεάτρου δράμα ελπίδων και φόβων, ενώ εκ διαλειμμάτων η ορχήστρα ανακρούει την μουσικήν των σφαιρών».

Εσυμφωνήσαμεν πού εντός του χωρίου θα τον εύρω την επαύριον, ηγόρασα αξίνην διά να φαίνωμαι ως εργάτης πηγαίνων δι' ημερομίσθιον, και τον απεχαιρέτησα. Ήτο ανήσυχος και πλήρης φόβων εκείνος, αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου ελαφράν. Είχα προαίσθημα ότι θα επιτύχω.

Τουλάχιστον, καλέ μου φίλε, αυτό θα ήτο σχετικώς με τα σημερινά αξιοθαύμαστος άσκησις ως προς την ευκολίαν δι' άτομα χωριστά και δι' ολίγους και δι' όσους θέλει κανείς κάθε τόσον, επομένως και όταν μόνος του κανείς εις την ερημίαν προεξοφλή την πρώτην εντροπήν, διότι νομίζει ότι δεν πρέπει να βλέπεται από κανένα πριν να γίνη καλά, και ούτω πως γυμνάζεται απέναντι των φόβων και μόνον ένα ποτόν προετοιμάζει αντί απείρων άλλων δυσκολιών, ορθώς θα εκτελή αυτό, και όταν κανείς έχη πεποίθησιν εις τον εαυτόν του ότι εκ φύσεως και μελέτης είναι καλά προετοιμασμένος και δεν διστάζη διόλου να γυμνάζεται μαζί με περισσοτέρους συμποσιαστάς και να αποδεικνύη ότι υπερβάλλει και υπερνικά την δύναμιν του ποτού, η οποία συνίσταται εις την αναγκαστικήν διαφοράν αυτού, ώστε να μη εκτελή ούτε έν μέγα σφάλμα από αναίδειαν ούτε να παθαίνη καμμίαν μεταβολήν ένεκα της αρετής του, εις την τελευταίαν όμως δόσιν του ποτού να απομακρύνεται πριν φθάση εις αυτήν, φοβούμενος μήπως όλοι οι άνθρωποι νικηθούν από το ποτόν.

Και ενόσω μεν οι Αθηναίοι ήσαν αρχηγοί με ισοτιμίαν τους ακολουθούσαμεν προθύμως· αλλ' ότε είδαμεν αυτούς να χαλαρώνουν το κατά του Μήδου μίσος και να καταγίνωνται με ζήλον διά την υποδούλωσιν των συμμάχων προς ωφέλειάν των, δεν ηδυνήθημεν να μη καταληφθώμεν υπό φόβων.