United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νά το σπιτάκι μας! ανέκραξεν η Θωμαή. Με τα σφαλισμένα παραθυράκια του, σαν λυπημένον, με τα σφαλιστό μαγαζάκι του, σαν έρημο! Τo καϋμένο το σπιτάκι μας! Ποιος να του τώλεγε, πως θα τ' ανοίξουμε πάλιν! Ο Λαλεμήτρος συνεκινήθη από του χαρμοσύνου της πατρίδος του θεάματος και έκλαιε τα δάκρυα της χαράς του. — Νά και το αμπελάκι μου! ανέκραξε μετ' ολίγον η Θωμαή πάλιν.

Τι να προτιμήσουν; εκείθεν πάλη αδιάκοπος, εδώθεν ηρεμία και γαλήνη!. . . Ο Γιάννος συνεκινήθη προ των δύο τούτων εικόνων, διαφόρων φάσεων ζωής πολυκυμάντου κ' έκλινεν ήδη να πιστεύση εις τους λόγους της Κυρά Ρήνης η οποία επροχώρει πάντοτε, γελώσα κ' επαναλέγουσα: — Ελάτε πίσω και δε σας πειράζω.

Συνεκινήθη τότε και ο γέρων, εδάκρυσε, μας ησπάσθη, και μας ηυλόγησεν· η δε συγκίνησις αύτη τω επέβαλεν επί τινα ώραν σιωπήν, την οποίαν επί τέλους διέκοψε διά των ακολούθων λόγων, οίτινες βαθέως έμειναν εντυπωμένοι εις την ψυχήν μου, και ζωηροί πάντοτε επανέρχονται εις τα ώτα μου.

Αναμφιβόλως ο Ματθαίος είχεν ακούσει τινάς εκ των λόγων, είχεν ιδή τινα εκ των θαυμάτων του Χριστού· Η καρδία του συνεκινήθη, και εις τα όμματα Εκείνου όστις ουδένα περιεφρόνει και περί ουδενός απήλπιζεν, ο τελώνης καθώς εκάθητο επί το τελώνιον, εφάνη πρόθυμος εις την πρόσκλησιν.

ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Τα ελαττώματά του αντεσταθμίζοντο υπό των αρετών αυτού. ΑΓΡΙΠΠΑΣ. Ουδέποτε εισήλθεν εις την ανθρωπίνην φύσιν εξοχώτερον φρόνημα· αλλά σεις, ω θεοί, μας υποβάλλετε εις σφάλματα ίνα μας υπομιμνήσκετε ότι είμεθα άνθρωποι. Συνεκινήθη ο Καίσαρ. ΜΑΙΚΗΝΑΣ. Όταν τόσον ευρύ κάτοπτρον τίθεται ενώπιόν του, πρέπει κατ' ανάγκην να κατοπτρισθή. ΚΑΙΣΑΡ. Ω Αντώνιε.

Το έντομον, αφού έμεινε ολίγον επί της κεφαλής της, ανέβη, διά του αυτού εναερίου δρόμου, εις την οροφήν. Εξήγησα ευθύς το φαινόμενον εις την οικογένειαν, ήτις πολύ συνεκινήθη. Την αυτήν εκείνην βραδειάν, ο φίλος μας ο προξενητής ήλθεν εις το σπίτι με τον γαμβρόν και την επιούσαν εγένοντο επισήμως οι αρραβώνες της κόρης μου, μ' αυτόν, τον και σήμερον συζυγόν της

Αλλ' ο Ιησούς ήκουσε την κραυγήν και η καρδία του συνεκινήθη. Εστάθη ακίνητος, και διέταξε να τους καλέσωσι πλησίον Του.

Ούτως ο Μήτρος αναγκάσθη ν' απομακρυνθή εκείθεν κ' εμισθώθη εις ένα κτηνοτρόφον εκ Σουλεϊμάναγα, του οποίου τόρα έβοσκε τα πρόβατα. — Βόσκω τα πράμματα και παίζω τη φλογέρα μου· είπεν όταν ετελείωσε την διήγησίν του, απαθώς υπομειδιών, ως να έλεγε συνήθη πράγματα. Η Σμάλτω ήτις συνεκινήθη εις την διήγησιν εκείνην του βοσκού, εχάρη ακούσασα ότι εγνώριζεν ούτος να παίζη την φλογέραν.

Ότε δε ο Θησεύς είδε κατά την κλήρωσιν τα δάκρυα των δυστυχών τέκνων, και την απελπισίαν των δυστυχεστέρων γονέων, τόσον συνεκινήθη, ώστε αυθορμήτως εζήτησε να λάβη την θέσιν ενός των κληρωθέντων, επ' ελπίδι ότι ήθελε κατορθώσει να φονεύση εντός του λαβυρίνθου τον Μινώταυρον, και ούτω να ελευθερώση τους συμπολίτας του από τον πικρότατον αυτόν φόρον.

Δέσποτα, εστέναξεν ο Βινίκιος, σφίγγων ισχυρότερον τους πόδας του Αποστόλου, δέσποτα, εγώ είμαι ένας ουτιδανός σκώληξ, αλλά συ, ο αυτόπτης του Χριστού, παρακάλεσέ τον δι' αυτήν. Ο Πέτρος συνεκινήθη εκ του πόνου εκείνου. Εις την λάμψιν των ατραπών, αίτινες διέσχιζον τον ουρανόν από καιρού εις καιρόν, ο Βινίκιος εθεώρει τα χείλη του Πέτρου, καραδοκών την απόφασιν της ζωής ή του θανάτου.