United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα λοιπόν από σας που λέγετε ότι είσθε νομοθέται όχι άγριοι αλλά ήμεροι ζητούμεν να μας φέρετε πειστικάς αποδείξεις, και αν δεν ειπήτε πολύ καλλίτερα πράγματα από τους άλλους περί των θεών, τουλάχιστον όμως να ειπήτε καλλίτερα ως προς την αλήθειαν. Και πολύ πιθανόν να σας πιστεύσωμεν. Λοιπόν προσπαθήσατε, αν είναι ορθοί οι λόγοι μας, να μας ειπήτε αυτά που σας παρακαλούμεν.

Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα. Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Τόρα όμως είναι φανερά ποία είναι και ότι πρέπει να τα ειπούμεν μεταξύ των πρώτων. Λοιπόν ας ομιλήσωμεν εις την συνέχειαν περί αυτών. Βεβαίως πρέπει να ομιλήσωμεν. Ακούσατε λοιπόν εμέ, τον οποίον ηκούσατε και προηγουμένως. Και όμως πρέπει να προσέχη διά το υπερβολικά παράλογον και ασυνήθιστον και ο ομιλών και ο ακούων, και μάλιστα τόρα.

Διά να μείνουν δε αυτά εις αιώνα τον άπαντα εις αυτήν την κατάστασιν, πρέπει να σκεφθούν ακόμη και τα εξής. Όσας εστίας έχομεν τόρα μοιρασμένας εις τον καθένα, αυταί πρέπει πάντοτε να μένουν εις το ίδιον ποσόν και ούτε να περισσεύουν διόλου ούτε να ολιγοστεύουν. Αυτό λοιπόν ημπορούσε να συμβαίνη ασφαλώς εις εκάστην πόλιν κατά τον εξής τρόπον.

Έβλεπα με τα μάτια ορθάνοιχτα και δεν ήθελα να πιστέψω πώς η θάλασσα εκείνη, ήμερη τόρα, μια νύχτα πριν ήταν τόσο άγρια και μανισμένη· πώς εκείνες οι στεριές τόσο γελαστές, λίγο έλειψε να γίνουν μνήμα μας παντοτεινό κ' εκείνοι οι ολόχρυσοι άμμοι που έλαμπαν αδερφωμένοι με τον ασημένιον αφρό, θα εχρησίμευαν για θλιβερό μας σάββανο! Η γολέτα ήταν Γαλαξειδιώτικη του καπετάν Καρέλη.

Δηλαδή θα ειπή, μωρέ άνθρωπε, συ δεν ιατρεύεις τον ασθενή, αλλά σχεδόν τον διδάσκεις, ως να έχη ανάγκην να γίνη ιατρός και όχι υγιής. Λοιπόν, εάν τα ειπή αυτά, δεν θα έχη δίκαιον; Πολύ πιθανόν, αλλά μόνον εάν συγχρόνως σκεφθή ότι όστις συζητεί περί νόμων, καθώς ημείς τόρα, αυτός εκπαιδεύει τους πολίτας, αλλά δεν νομοθετεί. Και λοιπόν άραγε και αυτό δεν θα είχαμεν δίκαιον να το ειπούμεν ημείς;

Και λοιπόν άραγε μόνον του κτίστου και του βυρσοδέψου υπάρχουν έργα και πράξεις, του ανθρώπου όμως δεν υπάρχουν, αλλ' εκ φύσεως επλάσθη άεργος; Ή μήπως, καθώς είναι φανερόν κάποιον έργον του οφθαλμού και της χειρός και του ποδός και εν γένει όλων των μελών, ομοίως θα δεχθώμεν έξω από όλα αυτά και έργον διά τον άνθρωπον ολόκληρον; Και λοιπόν ποίον είναι δυνατόν να είναι αυτό; Διότι η μεν ζωή είναι κοινή και εις τα φυτά, τόρα όμως ζητούμεν το ιδιαίτερον γνώρισμα.

Με το φούντο στο λιμάνι γράμμα του καραβοκύρη: «Αδερφέ Βάραγγα· εφτάσαμε καλά με τη δόξα του Θεού. Ούτε σχοινάκι δεν κόπηκε»... Όταν ετελείωσε το φορτίο κ' επήραμε την άγκυρα ο καπετάν Δρακόσπιλος είπε του γραμματικού: — Τρέμουν τα νεφρά μου τ' αδέρφι· τόρα είνε το μεγάλο πήδημα. — Ντροπή μας!... αποκρίθηκε θαρρευτά εκείνος. Δεν κυτάς τι καιρό έχουμε; διαμάντι. Διαμάντι, ναι.

Τι καλά ν' αρχίση πάλι τα γλέντια και τα ταξείδια του! Τηράει περίγυρα να εύρη δρόμο για τον Απάνω Κόσμο· τίποτα. Αυτός που με το κερί και το κουμπάσο άνοιγε δρόμους στα πέλαγα και με το τρισκότειδο έμπαινε στα μπουγάζια και τα πόρτα σαν να έμπαινε στο σπίτι του, εγύριζε τόρα ψηλαφώντας σαν θεότυφλος.

Ξάπλωσε, ξάπλωσε πυκνή πυκνή, κατάχοντρη. Τάχασα. Τόρα, γυναίκα; της κάνω. Αυτή γελούσε. Κάνω να δω για το σταλήκι στο πλάι, πουθενά σταλήκι. Απάνω στην αφηρεμάρα μας, κάπου γλύστρησε και πάει. Κοιτάζω καλά. Κατάμπροστα αντάρα, πίσω καταχνιά, απανωθιό μου αντάρα.. Αρχίζω τα βλαστήμια. Κατέβασα Χριστούς και Παναγίες. Αρχίζει κ' ένα κρύο ψηλό, ψηλό και τσουχτερό.