United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


— «Είνε πολύ απότομος όταν θυμώση», υπέλαβεν ο Φανουήλ, «αλλ' αδιάφορον! Πρέπει να τον απελευθερώσης.» — «Δεν απολύουν τα οργισμένα θηρίααπήντησεν ο Τετράρχης. Ο Φανουήλ του είπεν. — Μην ανησυχείς πλέον. Θα υπάγη εις τους Άραβας, τους Γαλάτας, τους Σκύθας. Το έργον του πρέπει να εξαπλωθή εις τα πέρατα της γης! Ο Αντίπας εφαίνετο ως να εβυθίζετο εις έν μακρυνόν όραμα.

Τόρα δε, Αγάθων, επρόσθεσε, δος μου από τας ταινίας σου να περιβάλω και τούτου την θαυμαστήν αυτήν εδώ κεφαλήν, διά να μη έχη εναντίον μου το παράπονον ότι σε μεν ανέδεσα, αυτόν δε νικώντα εν λόγοις πάντας τους ανθρώπους, όχι εις μίαν μόνον περίστασιν όπως συ, αλλά πάντοτε, δεν ανέδεσα. Συγχρόνως λαβών από τας ταινίας του Αγάθωνος ανέδεσε την κεφαλήν του Σωκράτους και έπειτα εξαπλώθη.

Απεκρίθη ο γάιδαρος· αλλ' αύριον, ειπέ μου, όταν ο γεωργός ήθελε σου φέρει διά να φάγης, τι έχεις να κάμης; Του λέγει το βόιδι· θέλω ακολουθήσει τα ίδια κατά την συμβουλήν σου, δεν θέλω φάγει έμπροσθέν του, θέλω του γυρίσει τα κέρατα εις σχήμα να τον κτυπήσω, θέλω καμωθή πώς είμαι άρρωστος και θέλω εξαπλωθή εις την γην ωσάν μισοπεθαμμένος.

Η σιωπή έγεινε βαθυτέρα ακόμη. Ο Γλαύκος έμεινεν επί τινα ώραν έχων το πρόσωπον κρυμμένον εντός των χειρών του. Τέλος είπε: — Κήφισσε, ο Θεός να σε συγχωρήση δι' όσα κακά έπραξες προς εμέ, καθώς εγώ σε συγχωρώ εις το όνομα του Χριστού! Και ο Ούρσος, αφήσας τους βραχίονας του Χίλωνος, είπε: — Ο Σωτήρ να με συγχωρήση, όπως εγώ σε συγχωρώ! Ο Χίλων είχεν εξαπλωθή κατά γης.

Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά όση θα ήρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.

Ενόησεν ότι θα ήτο επικίνδυνον να αντισταθή περισσότερον· μία στάσις δημιουργουμένη εις τον ιππόδρομον ηδύνατο να εξαπλωθή εις όλην την πόλιν και να έχη ανυπολογίστους συνεπείας.

Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγάσιγά, να εξαπλωθή και αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, — ήτο τακτική αυτή και καθαράαίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε τας δύο γυναίκας ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν.

Τώρα να φύγωμεν δεν είναι δυνατόν. Ας περάσωμεν την νύκτα και αύριον βλέπομεν. Ας πλαγιάσωμεν τώρα. — Να πλαγιάσωμεν! Πού ύπνος; Μετά κόπου και μόχθου τον έπεισα, όχι να κοιμηθή, αλλά να εκδυθή και να εξαπλωθή εις το στρώμα, διά να δώσω δε το καλόν παράδειγμα, ήρχισα να εκδύωμαι. Ανεφύη τότε νέον ζήτημα: Εις ποίαν κλίνην θα κοιμηθώ εγώ.