United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά τα σκότη της ζωής δεν θα τα υπέμενεν. — Είνε άλλο χειρότερο! διέκοψεν η θεια-Αννούσα πάλιν. Ένα ξύλο κούτσουρο είνε ο τυφλός. Η Θωμαή εδιακόπως έκλαιε. — Τυφλός, θεέ μου, εκραύγαζα, τι να κάμω εις τον κόσμον; εξηκολούθησεν ο Λαλεμήτρος.

Τι θα πη! απήντα η θεια-Αννούσα, κάμνουσα τον σταυρόν της, καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Τον είδα μαθές. — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα; — Ήτανετον Άη-Διονύσιο. Πρωί-Πρωί. 'Σ την Τιμιωτέρα. Ο Λαλεμήτρος, με την χρυσήν καδένα του, παιδί μου, κοντός, παχύς. Καθώς σας βλέπω και με βλέπετε. Ήλθε κοντά μου. — Και σου είπε να μας φέρης χαιρετίσματα;

Κ' εκεί που ητοιμάζετο και η θεια-Αννούσα, σιγάσιγά, να εξαπλωθή και αυτή επάνω εις εν κυλιμάκι, το οποίον υπέστρωσε, παρά τινα ογκώδη κύλινδρον καραβοσχοίνου, ώστε να σχηματίζηται μεταξύ των δύο γυναικών περίφραγμα, ασφαλές οπωςδήποτε από τον άλλον κόσμον του καταστρώματος, — ήτο τακτική αυτή και καθαράαίφνης ναύτης γηραλέος του πλοίου, με πισσωμένον ιμάτιον και κατραμωμένον κούκον, ο ναύτης, εις ον εσύστησε τας δύο γυναίκας ο καπετάν-Πέτρος ο Αποσπερίτης, ενεφανίσθη ενώπιον της θεια-Αννούσας, οδηγών και κοντόν τινα επιβάτην, ένα πολιόν σχεδόν και κυφόν ολίγον άνθρωπον, με καινουργή ενδυμασίαν, αποστίλβουσαν, και με μίαν παράδοξον χρυσήν άλυσιν επί του στήθους εκλάμπουσαν.

Ούτω διά μακρών διηγήσεων η θεια-Αννούσα, σκολιώς απέφευγε να είπη σαφώς, αν πράγματι ο Λαλεμήτρος της ωμίλησε. Διά τούτο η γρηά Κυρατσού, κτυπώσα την δεξιάν επί της αριστεράς παλάμης, ως εάν εμετρούσε χρήματα, επανελάμβανεν υπόπτως: — Πώς δεν σώδωκε ένα γράμμα, θα πω! Έμεινε λοιπόν το πράγμα αμφίβολον.

Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη αυτή.

Δεν λάβαμε, γυιε μ', προσέθηκε και η θεια-Αννούσα, προσφέρουσα τον καφέ. — Έχετε δίκαιον! είπεν ο Λαλεμήτρος. Το έστειλα με επιβάτην, ο οποίος εχάθη, εις ναυάγιον.

Και τότε το πρόσωπον εκείνο, το οποίον ως καταδίκου πρόσωπον εξηραίνετο ωχραινόμενον, ελάμβανε κάποιαν ζωτικήν ελευθερίας λάμψιν και έκαμνε τότε σταυρούς έως κάτω η θεια-Αννούσα, νομίζουσα, εν τη φαντασία της, ότι ευρίσκετο εις τον ενοριακόν της πατρίδος της ναΐσκον, εν μέσω γνωστών της προσώπων.

Είπεν αμέσως με χαράν η θεια-Αννούσα. Η Θωμαή προς το άκουσμα τούτο το απροσδόκητον έκλινε το σώμα της προς το στήθος της γραίας, παράλυτον, ως να είχε λιποθυμήσει. Η γλώσσα της εκόλλησεν εις τον φάρυγγα ακίνητος και δεν ηδύνατο να ομιλήση αλλά μία αιφνιδία της πρωινής αύρας ριπή την συνεκράτησε. Και πάραυτα πάλιν συνήλθε.

Παναγία μου! σαν να τον βλέπω ακόμη μπροστά μου. Είπε και έκαμε τον σταυρόν του ο Λαλεμήτρος και είτα εξηκολούθησεν αμέσως: — Εξύπνησα. Στα μάτια μου έλαμψεν ημέρας φως. Είδα τον κόσμον. Είδα τον ήλιον, είδα το φως μου. — Άη μ' Γιώργη! ανέκραξε πάλιν η Θωμαή, δοξολογούσα. Μεγάλη η χάρις σου! — Μεγάλη η χάρις σου! προσέθηκε και η θεια-Αννούσα.

Η θεια-Αννούσα, μισοζαλισμένη ακόμη από το ταξείδιον, δεν ηδύνατο να είπη άλλας λεπτομερείας προς την μετά πόθου ερωτώσαν αυτήν Θωμαήν. Υπόπτερος τότε αύτη, την έλαβεν αμέσως την θεια-Αννούσαν, εκ της χειρός.