United States or United States Minor Outlying Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συγχρόνως μ' εκυρίευσε και φόβος από την φιλοστοργίαν την οποίαν έτρεφα προς την πτωχήν αίγα μου. Το σχοινίον με το οποίον την είχα δέσει εις την ρίζαν του θάμνου ήτον πολύ κοντόν. Τάχα μην «εσχοινιάσθη», μην εμπερδεύθη και περιεπλάκη ο τράχηλός της, μην ήτον κίνδυνος να πνιγή το ταλαίπωρον ζώον; Δεν ηξεύρω αν η κόρη η λουομένη εις την θάλασσαν ήκουσε την φωνήν της γίδας μου.

Ο νέος έβγαλε το λεπτόν και κοντόν επανωφόρι του και την παρεκάλει να σκεπασθή με αυτό διά να μη κρυώση, διότι, όσον επροχώρει η νυξ, ήρχισε να κατεβαίνη από τα βουνά το απόγειον. Εκείνη ηρνείτο να δεχθή το ένδυμα, λέγουσα ότι ουδόλως ησθάνετο ψύχος· ήτο μάλιστα πολύ ζεστή.

Εκ Βόλου, όπου κατά πρώτον έφθασε, με το κοντόν και χονδρόν κόττερον του καπετάν-Ηλία, έκφρων, τρέχων τυφλός εις την καταστροφήν του, διηγείτο ο Λαλεμήτρος, ανεχώρησε την ιδίαν ημέραν εις Πειραιά, ίνα μη ανακαλυφθή υπό των δανειστών του.

Το πλέον κοντόν και χονδρόν έστεκε ολίγον παράμερα από τα άλλα· είχε μόνον μίαν κλείδωσιν και δεν ήξευρε να διπλωθή παρά μίαν μόνην φοράν, και όμως έλεγεν ότι αν λείψη από ένα άνδρα, δεν αξίζει πλέον ο άνδρας εκείνος διά τον πόλεμον. Όταν εκομπορρημονούσεν ωμιλούσεν Ελληνικά, και έλεγεν ότι ονομάζεται Α ν τ ί χ ε ι ρ.

Εάν ήτο κανείς ακαμάτης ή ξιππασμένος, τα «ελλενικά» του θα επροκάλουν το μειδίαμα, όπως αι θεωρίαι του Αστρονόμου, και το κοντόν και σχιστόν εις την ράχην γελέκι του θα εφαίνετο ένδυμα γελωτοποιού. Όσον επανελάμβανον λοιπόν αι γυναίκες το καινοφανές όνομα, τόσον ανεκάλυπτον χάριν και ευγένειαν εις τον απαλόν του ήχον και την στιλπνότητά του.

Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την αυλήν του αυθέντου του, δεν ειμπορεί να γαυγύζη ούτε να δαγκάση έξω από την ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ' ενώ δεν δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ' όσον μου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.

Και ανοιγείσης της θύρας, εισήλθε συγκεκινημένος ο καπετάν Νικολάκης, ανήρ έως 45 ετών, ισχυράς κράσεως, ψημένος εις τους ήλιους του Ισημερινού και της θαλάσσης την άλμην, ροδοκόκκινος ναύτης, κυρτός ολίγον περί τους ώμους, με λαιμόν κοντόν, ξυρισμένος τους μύστακας, κομμένην έχων την υπόλευκον κόμην, φέρων πίλον χαμηλόν, κασκέτον, και ιμάτια καινουργή αγγλικού στερεού υφάσματος.

Ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, έχων το αιώνιον παράπονον ότι δεν έβλεπε πατριώταιςτην Αθήνα, οπού ανεδείχθησαν τόσοι και τόσοι, άμε γύρευε, από όλα τα κουτσοχώρια, να βρίσκη και αυτός μια προστασίατην ξενητειά, όχι αυτός μόνος, όλοι οι πατριώταις, να έχη και αυτός ένα πατριώτητην ξενιτειά, να πάη μια καλή μέρα, κατάλαβες, 'ς το σπίτι του να τον χαιρετίση, ησθάνθη ανεκλάλητον χαράν, έλεγεν, όταν είδε τον Λαλεμήτρον, κοντόν, παχύν, ξουραφισμένον, με μαύρα τσόχινα ρούχα και με άσπρο πουκάμισο σιδερωμένο, να στέκητην πόρτα του ξενοδοχείου με υπερηφάνειαν.

Γλέπ'ς κει δα κάτ' είν' η γίδης στριμουμέναις κ' η δυο, τουλόου σ' πού θα πατήσης να τσ' δέσης να τσ' ανεβάσης απάν'; Την στιγμήν εκείνην έφθασε και ο παππα-Μπεφάνης, με την λευκήν του γενειάδα, με το κοντόν τρίχινον ράσον του, και με το μαύρο σάλι του περί τον λαιμόν. Έμαθε το συμβάν, ήκουσε το σχέδιον του Στάθη, κ' έσεισε την κεφαλήν. — Αποκοτιά, είπε, μεγάλ' αποκοτιά.

Και τώρα, όταν ενθυμούμαι το κοντόν εκείνο σχοινίον, από το οποίον εσχοινιάσθη κ' επνίγη η Μοσχούλα, η κατσίκα μου, και αναλογίζομαι το άλλο σχοινίον της παραβολής, με το οποίον είναι δεμένος ο σκύλος εις την αυλήν του αφέντη του, διαπορώ μέσα μου αν τα δύο δεν είχαν μεγάλην συγγένειαν, και αν δεν ήσαν «ως σχοίνισμα κληρονομίας» δι' εμέ, όπως η Γραφή λέγει·