United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ’ ύστερ' από μιαν ώρα ακόμα θυμούμασταν τη μορφή και τα λόγια του Μπάρτζου και γελάγαμε. — Γιατί παραξενεύεστε; λέει ο Γκιτρίμης, πόσ' είνε τέτοι' έδ' απάν'! — Μπορεί νάνε, μα όχι τόσο σαν τούτον λέει ο Αρβανίτης. — Και χειρότερ' ακόμα, ξαναλέει ο Γκιτρίμης. Πού να εδήτε τον Κώστα Θόδωρο, εδώ δα, στην Ποσβάλα! Εγώ δεν τον είδα, μα όπως μου μολόγησαν. Είν' ενενήντα χρονών άνθρωπος.

Τον αποκρίθ' ο Αχιλλεύς ο γοργοπόδης· κ' είπε· Υπερθαρρεύοντας ειπέ ό,τι χρησμόν γνωρίζεις· Γιατί, μα τον Απόλλωνα, τον φίλτατον του Δία, Προς τον οποίον και εσύ προσεύχεσαι, ω Κάλχα, Και εις τους Δαναούς χρησμούς ξηγάς και φανερόνεις, Όσο εγώ 'μαι ζωντανός, κι' απάν' 'ς την γην θωρηούμαι, Κανένας απ' τους Δαναούς εδ' όλουςτα καράβια Δεν βάνει χέρ' απάνω σου· κι' αν 'πής κι' ο Αγαμέμνων, 'Πού τώρ' ότ' είν' δοξάζεται των Αχαιών ο πρώτος.

Αναβήτε απάντη καρυά! ανεφώνησεν αίφνης η μήτηρ, ης οι οφθαλμοί έλαμπον εξ αφάτου χαράς, ως να έσυρεν αυτή την καμάραν. Ω μοίρα κατηραμένη της γραίας! Τι ήθελες τοιαύτην ιδέαν να εμβάλης εις τα ξηρά χείλη της;

Ατρείδη, παύσε την οργήν· κ' εγώ τον Αχιλλέα, Οπού 'ναι εις τους Αχαιούς προπύργιον μεγάλον Της μάχης, τον παρακαλώ να παύση την οργήν του. Τον αποκρίθ' ο βασιλεύς ο Αγαμέμνων, κ' είπε. Ναίσκε, τούτ 'όλα, γέροντα, τα είπες κατά λόγον. Αλλά αυτός ο άνθρωπος θέλ' να 'ν' απάν' απ' όλους. Θέλ' όλους να εξουσιάζ', όλους να βασιλεύη, Να προστάζ' όλους· πλην αυτά κανείς, θαρρώ, δεν στρέγει.

Δυο μεγάλες βαθιές ποταμιές, που κατεβαίνουν από τα κορφοβούνια ψηλά, ζώνουν τον μαχαιροκομμένο κοκκινόβραχο που βαστάει το χωριό μας απάνου του. Από το φρύδι του βράχου, που χάσκει ομπρός κάτου γκρεμός φοβερός κι άβυσσος άπατη, αρχίζουν τα σπίτια του χωριού άσπρα άσπρα κι αραδιασμένα τον ανήφορο τόν' απάν' από τάλλο, σα σκαλοπάτια, ως την κορφή.

Έχ' απάν' κουνίσματα, έχει απάν' 'κουνίσματα! Να σας φέρω κι' άλλα, κι' άλλα, όσα θέλετε, όσα θέλετε! Και τας απεδίωκε. Κ' εκείναι υπείκουσαι εις την βίαν έφευγον σιγά-σιγά με τα ραβδάκια των, ρίπτουσαι βλοσσυρόν γεροντικόν βλέμμα επί του επιτρόπου. Το δεύτερον ελάττωμα του κυρ-Μανωλάκη ήτο ότι έσβυνε πολύ ταχέως τα κηρία, θέλων να ωφελήση την εκκλησίαν.

Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Και όταν ένα πρωί, μετά ταύτα, κληθείς ως μάρτυς εις το ειρηνοδικείον, ηναγκάσθη να εισέλθη εις το χωρίον, έκαμνε τον σταυρόν του απάν'- πανωτού, βλέπων μίαν παράδοξον μεταβολήν εις αυτό, εις όλας σχεδόν τας οικίας, χαραγμένους επί των τοίχων μαύρους, κατάμαυρους σταυρούς, μεγάλους-μεγάλους.

Και ψηλά ψηλά, μες τα κράκουρα, ξανοίγονταν απάν' από τα βουνά στενή μακρουλή λουρίδα αστερωμένου ουρανού. Έδεσε τ' άλογο σε μια λεύκα ο Φώτος κι ακούμπησε κι αυτός σ' ένα κοντρί κ' εβυθίστηκε σε συλλοή. Ούτ' εφαίνονταν αν ζούσε χωμένος μέσα στον άδη τούτο τ' απάνου κόσμου.

Και τώρ' αποτελείωσε μ' ακόμ' αυτόν τον πόθον· Τώρα σήκωσ' τους Δαναούς το κακόν πάθος πλέον. Έτσ' είπε προσευχόμενος, τον άκουσ' ο Απόλλων. Λοιπόν σαν προσευχήθηκαν, κ' έρριξαν ουλοχύταις, Απάνω στρέψαν τους λαιμούς, και έσφαξαν, κ' εγδάραν· Και τα μηριά τα έκαψαν, τα σκέπασαν με πάχος, Διπλόνοντας, και έθεσαν τα σπλάγχν' απάν' 'ς εκείνα.