Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• κ' ευθύςτην γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 κ' εκείνοι ομούτην αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• «Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! ήσαν ολήμερα σκοποίταις ανεμώδεις άκραις, 365 κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος δεν ξενυχτούσαμετην γην, αλλάτο γοργό πλοίο επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη μ' οργή πολλή, θα σηκωθή καιόλους θα κηρύξη, πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεταιτην πόλι, ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

»Τώρα που εκόρνιασαν κι' ολόγυρά μου Σκοτάδι τρίδιπλο με πλημμυρεί Πάρ' το δισάκκι σου, πάρ' τάρματά μου, Ξύπνα να φύγωμε πριν έρθ' η αυγή.» »Θέλω το χάραμμα, πώβγαινε πρώτο Και μου καμάρονε τη λεβεντιά, Ταγέρι πώτρεχε, χνώτο με χνώτο, Και μου ζωντάνευε τα σωθικά

Αγναντεύουμ' έναν ευγενικόν πόνο που θαρρούμε πως θα χαρίση στις ημέρες μας την πορφυρή αξιοπρέπεια της τραγωδίας, μ' αυτός περνάει δίπλα μας και φεύγει κι άλλα λιγώτερο ευγενικά πράγματα παίρνουν τη θέση του και κάποιο γκρίζο ανεμόδαρτο χάραμμα ή κανένα μυρωμένο σιγαλό και χρυσαφένιο απόβραδο βρίσκουμε πως μ' ανάλγητην έκπληξη ή πέτρινη καρδιά κυττάμε μια πλεξούδα χρυσών μαλλιών, που τόσο άγρια κάποτε λατρέψαμε και τόσο τρελλά φιλήσαμε.

Κεντάει του ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια, Την γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια, Κεντάει κ' ένα βουνό ψηλό ψηλό και μέγα· Το χάραμμα γλυκά προβάλλειτην κορφή του, Και βάφεται η κορφή και τουρανού η λουρίδα Ροδόλευκη. Νερά καθάρια κι' ασημένια Τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι' αυλακώνουν Χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια Κεντάειτες λαγκαδιές με πράσινο μετάξι.

Μπορούμε να διαλέξουμε την ημέρα και την ώρα μας. Μπορούμε να πούμε στον εαυτό μας: «Αύριο τα ξημερώματα θα περάσουμε με τον σοβαρό Βιργίλιο την κοιλάδα της σκιάς και του θανάτου» και να! το χάραμμα μας βρίσκει στο σκοτεινό δάσος κι ο ποιητής της Μάντουας δίπλα μας. Περνούμε από την πόρτα του θρύλου του ολέθριου στην ελπίδα και με λύπη ή χαρά βλέπομε τη φρίκη του άλλου κόσμου.

Τεντόνει το παράθυρο. Βλέπει πασπρογαλιάζει Το χάραμματον ουρανό, και τάστρα λίγο λίγο Να κρύβωνται, να φεύγουνε, καθώς κατακαθίζουν Βαθειάτα φυλλοκάρδια του και σβυόνται της ψυχής του Τα κούφια ταστραπόβροντα... Ξανοίγει το ρουπάκι... Χτυπά τα χέρια τρεις φοραίς: «Οσμάν!..Οσμάν!..το Διάκο

Ψηλά σε κορφοβούνι Μάγισσαν κόρην απαντάω απάν' το βράδυ βράδυ. — Μάγισσα, ποιο είνε το στρατί, ποιο είνε το μονοπάτι Ναύρω τ' αθάνατο νερό να πιω να μην πεθάνω; — Διαβάτη μου κι' ωμορφονιέ, είνε μακρυά η πηγή του. Νύχτωσε τώρα πού θα πας στην ερημιά μονάχος; 'Στήν αβρετή μου τη σπηλά πέρνα την νύχτα απόψε, Και με χάραμμα ταχιά σου δείχνω εγώ τον δρόμο.

Όμως όσοι περπατούν μέσα στο έπος, το δράμα ή τη ρομάντσα βλέπουν όσο περνούν οι κοπιαστικοί μήνες να μεγαλώνουν και να σβύνουν τα νέα φεγγάρια και παρατηρούν τη νύκτα αποβραδύς ίσαμε το χάραμμα του πρωινού αστεριού και μπορούν να σημειώνουν από την ανατολή του ηλίου ίσαμε το ηλιοβασίλεμμα την ήμερα, που ολοένα μεταμορφώνεται μ' όλο το μάλαμα και μ' όλες τις σκιές της.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν