United States or Burkina Faso ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «Ω γραία, τούτ' ομολογούν, εμέ και αυτόν όσ' είδαν, ότι ομοιότητ' έχουμε πολλήν εμείς οι δύο, καθώς και συ το νόησες με καλήν βλέψι κ' είπες». 385

Κι' είπε, στη μέση στέκοντας, ο βροντολάλος κράχτης «Τ' Ατρέα γιοι, κι' οι άλλοι εσείς των Αχαιών αρχόντοι, 385 μ' έστειλε ο Πρίαμος να πω κι' οι άλλοι οι αλογάδες Τρώεςαν σας βολεί κι' εσάς και δε σας πολυνιάζειτι λέει ο Πάρης που για αφτόν πρωτάρχισε η διαμάχη.

Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν και αδιαφορούσ' εκείνος, και τον πατέρα του άφωνος εκύττα καρτερώντας 385 πότε θα πέση να κτυπά τους αναιδείς μνηστήραις.

Αχ και νάθε 380 σε φάω, έτσι ξεσκώντας σε στου λαγγονιού τη ρίζα, για ν' ανασάνουν μια σταλιά κι' οι Τρώες, που σε τρέμουν όπως λιοντάρι σκιάζουνται βελαζολάλες γίδεςΤότες χωρίς να φοβηθεί τ' απάντησε ο Διομήδης «Δοξαριστή, μπιχλιμπιδά, γλωσσά, παρθενομπήχτη, 385 έλα κι' αντίκρυ πρόβαλε σαν άντρας, και θα μάθεις αν τα δοξάρια σου φελάν κι' οι φτερωτές σαΐτες.

Κι' απάνω κάτω του ναού το στολισμόν μου βάνουν· 380 Χαλνόντας τα στεφάνια μου, συντρίβοντας καντήλια Για ολίγο λάδι οπού ρουφάν, ή λαιμαργάν τα φτίλια. Μον κείνο που μου πίκρανε παράνω την καρδιά μου, Είν το χρυσόυφαντο πανί, το πλούσιο φόρεμά μου. Το φόρεμα μου το καλό, το πολυζηλεμένο, 385 Που το είχα με τα χέρια μου στον αργαλιό υφασμένο. Κι' ως να το σόσω υπόφερα και σκάνιασαις και λύπαις.

Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, και πάει ευτύς και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, η Ήρα η αρχιθέαινα, του Κρόνου η θυγατέρα. Και μες στου Δία η Αθηνά το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, 385 ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.

Σαν άστρο αχτιδοβόλαε το κράνος τ' αλογόφουντο, και σάλεβαν τριγύρω οι φούντες πούβαλε ο θεός πυκνόχρυσες στην άκρη. Και πήρε δοκιμάστηκε μες στ' άρματα, αν του πάνε κι' αν κούναε μέσα λέφτερα τα μέλη, και θαρρούσες 385 είταν φτερά και σήκωναν τον αρχηγό στα ύψη.

Μα εκεί που τα μαστόρεβε με τη σοφή του τέχνη, 380 να την, προβάλλει η θέϊσσα η Θέτη ομπρός στον πύργο, κι' άμα την είδε, πρόστρεξε η λαμπροσκούφω η Χάρη πανώρια, πούχε ο ξακουστός πρωτοτεχνίτης τέρι, και πάει την πιάνει απ' το δεξύ και της λαλεί διο λόγια «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, 385 θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. Μον έλα μέσα, κόπιασε να σε φιλέψω κάτι

Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας. Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος 385 κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.

αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας• 380 «Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω• εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν• 385 ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, σ' επήραντα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαντου ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει».