United States or New Caledonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Να, εδώ είνε τα γράμματα, που γράφουν τη μοίρα μας, είπε δεικνύουσα τα ιερογλυφικά εκείνα σημεία της συναρμογής του μετώπου· εδώ είνε γραμμένο όλο το ριζικό μας. « Έπαθα, τάπαθα· τα μέλλω πάθω;» — Τι θα πη αυτό, μητέρα; ηρώτησεν η Ευθαλία. — Αυτό θα πη, κορίτσι μ', ξέρουμε τα όσα πάθαμε, μα δεν ξέρουμε τι μας μέλλει ακόμας.

Ο γιατρός σαν είδε κι' απόειδε, είπε μια ημέρα: — Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνη κανένα ταξίδι. Ναλλάξη το αέρι. Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλωμε απ' τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδιαΓύρισε και κύτταξε το γιατρό. — Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν.

Θάγλεπες τότε συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 310 και φέβγοντας οι Δαναοί θα τρύπωναν στα πλοία, μόνε ο Δυσσέας φώναξε του θαρρετού Διομήδη «Διομήδη, πες τι πάθαμε κι' οκνούμε σαν κιοτήδες; Μον έλα, αδρέφι, στάσου εδώ κοντά μου. Ω τι ντροπής μας στον κόσμο, αν τώρα ο Έχτορας μας πάρει τα καράβια315

Τα ξέρεις αυτά του λόγου σου, που ζης μέσατα πεύκα; 'Σ τον καθαρόν αέρα; Τα καταλαβαίνεις αυτά του λόγου σου με τα κατσικίσιο το μυαλό; Το παίρνει, λέει, το σχέδιο. Και ωλόλυζε: — Μάθαμε τάμαθα, και πάθαμε τάπαθα, με τον καινούργιο τον δήμαρχο. Το παίρνει το σχέδιο το σπιτάκι μου! — Ποιο σχέδιο, χριστιανή μ; — Νά. Ακούς να σ' πω, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, ακούς να σ' πω.

Πάθαμε εμείς πολλά οι θεοί ως τώρα απ' τους αθρώπους, τα μάτια ο ένας τ' αλλουνού να βγάλουμε ζητώντας. Έπαθε ο Άρης, τότε οι γιοί που τ' Αλωγέα, ο Ώτος 385 κι' ο σκληρό-Φιάλτης, στις τριχιές τον είχαν βαλημένα, κλεισμένο μήνες δώδεκα μες σε κελί χαλκένιο.

Όταν δε πάλιν έφθασεν επάνω εις το κεφαλοχώρι, σταθείς ανέκραξεν, έκπληκτος βλέπων το μαύρον θέαμα: — Βρε κακό Σταυροί! — Τα βλέπεις, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, τι πάθαμε; Διέκοψε την έκπληξιν του ποιμένος γραία, γείτων εκεί, θρηνωδώς επιδεικνύουσα τον επί του τοίχου της οικίας της μαύρον σταυρόν. — Τι πάθαμε, γρηά μ; Ο σταυρός είνε καλό πράμα, μαθές, φυλαχτό, μαθές.

Πώς να σ' πω; Ο καινούργιος δήμαρχος έχει σκοπό να καθαρίση το χωριό, κι' άρχισεν από τα φαντάσματα. Όξ' από δω! — Αχ, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο, επανέλαβεν η γραία γείτων. Πάθαμε τάπαθα. Δεν τάμαθες, μαθές; — Πού να τα μάθω πίσωτα πράματα: — Πάει το σπιτάκι μου, παιδί μ' γέρω-Μπαρέκο. Το παίρνει ο δρόμος. Τ' ακούς αυτά, παιδί μ' γερω-Μπαρέκο; Τακούω, πες. Το παίρνει το σχέδιο.

Κι αν πάθαμε πάλε και τόσα δεινά, και μάλιστα ηθικά, δεν έφταιγαν όλως διόλου κ' οι Γότθοι, παρά έφταιγαν κ' οι δικοί μας, που δεν είναι δα να πης πως είχαν οι ίδιοι τους Σπαρτιατικά συστήματα, μόνο άρχιζε και τον έτρωγε σαν ψώρα τον τόπο ένα είδος παραλυσία, και κοινωνική και πολιτική, καθώς θα δούμε σε λίγο. Ως κ' οι Λεγεώνες πια δεν τους ερχότανε να γυρίζουνε στη χώρα με τις αρματωσιές τους.

Και η γυναίκα του έλεγε σ' όλους ότι της τον ετρέλλανα με μάγια• αλλά τα μάγια ήτον η ζήλεια. Ώστε και συ, Χρυσίδα, να μεταχειρισθής για τον Γοργίαν τα ίδια μάγια• θα γείνη δε πλούσιος αυτός ο νέος άμα ο πατέρας του αποθάνη. Δορκάς, Παννυχίς, Φιλόστρατος, Πολέμων. ΔΟΡΚΑΣ. Τι πάθαμε, κυρά, τι πάθαμε!

Βέβαια. — Τότε περίμενε να έβγη έξω απ' εκεί. — Και πότε θα έβγη; — Όποτε θέλη. — Την πάθαμε, είπε μετά κωμικής χειρονομίας ο Τρέκλας. — Υπομονή. — Μα είσαι ψεύτης τέλος πάντων. Δεν το πίστευα να λες τέτοια ψέμματα. — Αφού ειμπορείς να του τα πης ο ίδιος του αφέντη μου... — Διατί δεν έχεις υπομονήν; — Έτσι; — Αλλά με βιάζεις να του πω εγώ αυτά οπού συνέβησαν; — Ποία;