United States or Tanzania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχω το γαϊδουράκι, επανέλαβε και δευτέραν φοράν η συντέκνισσα. Φέρε να τα φορτώσω, παπά . . . Καβαλλικεύεις κ' η αγιωσύνη σου. — Βλέπουμε· κουμπάρα, φόρτωσε τα ιερά, κ' έλα ως την εκκλησιά με το γαϊδουράκι. Η παπαδιά ανήσυχος τους έβλεπεν αναχωρούντας, αλλά δεν ετόλμα να εκφωνήση παράπονον ή αντίρρησίν τινα, έκαμε την ανάγκην φιλοτιμίαν, και είπε·

Έχει και αυτός το χωράφι του, το αμπέλι του, τη γυναίκα του, το σπίτι του και την αγελάδα του. Η παπαδιά είναι σαν τις άλλες γυναίκες του χωριού. Και λειτουργάει ο παπάς κάθε κυριακή και σκόλη. Τον βλέπεις σε κάθε λείψανο, στεφάνωση και βάφτιση.

Ιδού τι έλεγεν εν τούτοις: —Παπά, παπά!... —Παπά, παπά!... ο παπά-Σφοντύλης... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα η πεθερά του.... κ' η παπαδιά... κουβαλούν... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... τους είδα... απ' την οξώπορτα... της λειτουργιαίς... απ' τ' άι-βήμα... κ' η πεθερά του... κ' η παπαδιά...

Αφήνω και την παπαδιά μου, εδώ, βλογημένε, επανέλαβεν ο παπά- Κυριάκος, αμηχανών τι να είπη· σας αφήνω την παπαδιά μου! Και λέγων έτρεχεν. Ο μπάρμπα-Μηλιός επανήλθε κατηφής εντός του ναού. —Καλά το έλεγα εγώ, εψιθύρισε. Μεγίστη απορία επεκράτει εν τω παρεκκλησίω. Οι χωρικοί εκύτταζον ερωτηματικώς αλλήλους. Ψιθυρισμοί ηκούοντο.

Αντί όμως αρτίσκων, αι περισσότεροι ενορίτισσαι, κατά τους τελευταίους χρόνους, επροτίμων να προσφέρωσιν απλούν άλευρον, και διά τούτο η παπαδιά είπεν ότι «εζύμωναν από τα βλογούδια». Βήμα ηκούσθη εις τον πρόδομον.

Ο πορτιέρης πίστεψε πώς δίχως άλλο ήταν τρελλός, και του φώναξε: «Ελάτε κοντά, πού μείνατε λοιπόν τόσον καιρόΑπάντησε ο Τριστάνος, αλλάζοντας τη φωνή του: «Στους γάμους του Αββά του Μον που είναι φίλος μου. Πήρε μια παπαδιά, μια χοντρή κυρία με βέλο. Από το Μπεζανσόν μέχρι το Μον, δεν έμεινε παππάς, αββάς, καλόγερος, καλογεροπαίδι, να μην πάη στους γάμους.

Είχαν πάρει κι' αλάτι μπόλικο μαζί τους, για να τ' αλατίσουν για τα Χριστούγεννα. — Τώρα Χριστούγεννα θα κάμουν απάν' στο Στοιβωτό τάχα; είπε μετ' οίκτου η παπαδιά. — Να μπορούσε κανείς να τους έφερνε βοήθεια; εψιθύρισεν ο ιερεύς, όστις εφαίνετο κάτι μελετών μέσα του. Ήτον έως πενήντα πέντε ετών ο ιερεύς, μεσαιπόλιος, υψηλός, ακμαίος και με αγαθωτάτην φυσιογνωμίαν.

Κίντυνος, λέει; Ντιπ, καταντίπ, καθόλ'! Εγώ σας παίρνω απάνου μ', παπά! Μονάχα πως μπορεί να κρυώσετε, τίποτε άλλο. Θαρθή, θαρθή κ' η παπαδιά, θαρθή κι' άλλος κόσμος, πολύς κόσμος; Η βάρκα είνε μεγάλη, κατάλαβες, παίρνει και τριάντα νομάτοι, κη σαράντα νομάτοι, κη μ' ούλαις της κουμπάνιες σας, με τα σέγια σας, με τα πράμματά σας.

Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν. — Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά. Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση. — Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία. — Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι; — Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι.

Τρεις ημέρας ύστερον, την Τρίτην το μεσημέρι, η συντέκνισσα κατήλθε πάλιν με πρόσωπον κατηφές. Το παιδίον είχεν αποθάνει. — Όπως πης η αγιωσύνη σου, είπε . . . να το βάλωμεάγιο χώμα; — Είναι στον Παράδεισο πρύμα, όπου και αν το βάλουμε, είπεν ο παπάς. — Με τα τσαρουχάκια του; συνεπλήρωσε την παροιμιώδη έκφρασιν η παπαδιά.