United States or Cameroon ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι. Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

Ναι θα πας· αμ δε θα πας! έκραξε το Μυγδαλιώ, απαντώσα εις έν ρήμα της μητρός της. — Σιωπάτε! ακόμα δεν αποφασίσαμε τίποτε, κ' εσηκώσατ' επανάστασι, είπεν ο παπάς. Να ιδούμε τι θα μας πη κι' ο μπάρμπα-Στεφανής. Είτα στραφείς προς την παπαδιά. — Μας φέρανε τίποτε λειτουργιαίς, μπάριμ;

Μυαλό δεν έχουν, αυτός ου κόσμους, θα πω, είπεν η θειά το Μαλαμώ. Τώρα οι αθρώποι γεινήκαν απόκοτοι. — Να είχανε τάχα τίποτα κ'μπάνια μαζί τσ'; είπεν η παπαδιά. — Ποιος του ξέρ'; είπεν η θειά το Μαλαμώ. — Θα είχανε, θα είχανε κουμπάνια, υπέλαβεν ο Πανάγος ο μαραγκός. Αλλοιώς δε γένεται. Πήγανε με τα ζεμπίλια τους γεμάτα. Και τουφέκι θα είχαν, και θηλειαίς στένουν για τα κοτσύφια.

Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήση αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.

Θαρρεί πως είνε τούτη η ώρα που τσουγκρίζανε τα ποτήρια. «Στις χαρές σου», της είχε πει ο παπάς. «Ευχαριστώ, παπά μου, να ζήση η παπαδιά», του είχε πει εκείνη. Τώρα όμως θυμάται πως ο παπάς την είχε ευχηθή με μισή φωνή, χαμογελώντας κάτω απ' τα δασά του τα μουστάκια. Αυτή ήτανε η τελευταία μέρα που θυμήθηκε.

Αι γυναίκες ηρώτων την παπαδιά να είπη αυταίς τι τρέχει· αλλ' αύτη ήτο η ολιγώτερον πάντων των άλλων γνωρίζουσα. Εν τούτοις ο ιερεύς έτρεχεν, έτρεχεν. Ο ψυχρός αήρ εδρόσισεν ολίγον το μέτωπόν του. —Και πώς να θρέψω εγώ τόσα παιδιά, έλεγεν, οκτώ, με συμπάθειο, κ' η παπαδιά εννηά, κ' εγώ δέκα! Ο ένας να σε κλέφτη απ' εδώ, κι' ο άλλος απ' εκεί!...

Ο Γιάννης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο του: — Έτσι είνε οι γυναίκες, είπε. Εκείνους που χαθήκανε δεν τους λογαριάζουνε. Τα καλά που τους φέρανε αναθυμώνται μονάχα. — Ας είνε, ξαναείπε ο Μιχαληός. Αυτός το είχε πάρει απόφαση μωρέ μάτια μου. «Και τι θα κάνης μαθές εδώ στον τόπο μαςτου ξαναλέει η παπαδιά. «Ξέρω γω τι θα κάνω!

Έταξες, αν γλυτώση, να πάμε, ίσα-μπροστά, να λειτουργήσουμε το Χριστό, την ημέρα της εορτής του. — Το θυμούμαι, είπε σείουσα την κεφαλήν η παπαδιά.

Στείλε, παπαδιά, το κλειδί, του παπά-Γιάννη, να πάη να διαβάση εσπερινό, επειδή θα λείπω εγώ . . . Φώναξε το παιδί . . . να πάη ως την εκκλησιά, να του δώση ο παπά-Γιάννης το μικρό γυαλάκι με τ' Άγιο Μύρο . . . Είτα μεταμεληθείς όσον αφορά την αποστολήν του υιού του·

Τι λέει;... θα πάνε στο Κάστρο;... Κι' άρχισες τα κλάμματα! Μουρλάθηκες! Σιώπα, θα με πάρουν κ' εμέ μαζί... θα με πάρετε, μα;... — Σουτ! Λ'φάξτε! είπεν αυστηρώς η παπαδιά. — Τι τρέχει; είπεν η θειά το Μαλαμώ, ακούσασα τους ψιθυρισμούς εκείθεν της εστίας. — Τίποτε, Μαλαμώ, είπε με αυστηρόν βλέμμα ο παπάς· ησύχασε.