United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επέμενε ν' ακολουθή «τον παπά του» παντού, εις την πόλιν και την εξοχήν, εις χαράν και λύπην, εις ζωντανά και αποθαμένα. Ανέβησαν τον ανήφορον. Ο ήλιος άρχιζε να λυώνη τα χιόνια. Μικρός πολύρροχθος χείμαρρος εσχηματίζετο παντού όπου χαράδρα και μικρά κοιλάς. Μετ' ολίγον έφθασαν εις το καλύβι, όπου μία λεχώνα μήτηρ ποιμενίς έκλαιε το αγοράκι της, το οποίον δεν είχε προφθάσει να θηλάση.

Δεν εννοούσα γιατί καθόμουνα εκεί και γιατί ήθελα να κάμω αυτόν το δρόμο μέσα στη δυνατή βροχή, αυτόματα όμως, όπως και πρωτήτερα, είπα του αμαξά: — Γλήγορα, όσο μπορεί να τρέξη το άλογο. Το μικρό παιδί μου πεθαίνει. Ο αμαξάς μας είχε φέρει με το αμάξι του πολλές φορές. — Είναι το μικρό αγοράκι, που είναι τόσο ωραίο; ρώτησε.

Γι' αυτό Δημήτριο τον ονομάτισα. Κι' ήτον χαδιάρικο και πάντα πεταχτό. Σεις με καταλαβαίνετε, μαννάδες. Όλες τότε της Θεσσαλονίκης με ζήλευαν η κυράδες. Τονέ πρωτοπερπάτησα Εγώ από το χέρι κι' η χαρά μου ήτανε μεγάλη, όταν πάλι τον είδα σαν μικρούλι κατσικάκι, το μικρό μου αγοράκι, στην αγκαλιά μου να πηδά. Κι' ήταν σαν κούκλα τόσο δα, άσπρο και σγουρομάλικο, το κανακάρικο.

Μόλις μπορούσα να πιστέψω ό,τι έβλεπα, όταν όλα περάσανε καλά κ' η γυναίκα μου, έπειτα από βαρύν αγώνα, άρχισε να δυναμώνη σιγά σιγά. Έφερε στη ζωή ένα χαριτωμένο πλάσμα κι από τις πρώτες μέρες του μιλούσε με λόγια, που δεν μπορούσε να τακούση κανένας άλλος. Μα το κοριτσάκι δεν ήρθε. Στη θέση του ήρθε έν' αγοράκι, που τονομάσαμε Σβεν. Ο μικρός Σβεν μεγάλωνε κ' έγινε ο αγαπημένος όλων.

Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.

Μ' ένα λόγο, βασίλευε μεγάλη αγαλλίαση σ' όλο το σπίτι. Τότε όμως έτρεχε μέσα στις κάμαρες ένα μικρό πλασματάκι. Είταν ο μικρός αδερφός του Ούλοφ και του Σβάντε κ' είχε μακριά σγουρά ολόξανθα μαλλιά και τα πιο μεγάλα γαλανά μάτια, που μπορεί να έχη ένα αγοράκι. Τον έλεγαν Σβεν και μόλις είχε κλείσει τα δυο χρόνια. Να μιλή καλά δεν μπορούσε. Μπορούσε όμως να εννοή.

Εις την πρώτην γένναν, προ δύο ετών, είχε κάμει κορίτσι, το οποίον είχε ζήσει ολίγας ημέρας, και είχεν αποθάνει. Τώρα πλέον ας ήτον στερεωμένο και καλορρίζικο, να της ζήση αυτό, αφού μάλιστα ήτον και αγοράκι. Η παπαδιά της είπε τας εγκαρδίους ευχάς της, και ούτε την ηρώτησε τι περιείχεν η φιάλη, η εντός του καλάθου, ήξευρε καλώς περί τίνος επρόκειτο.

Ο δε ποιμήν εξηκολούθει: — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη, — σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήνμε δύο παιδάκιανα του ζήσουνένα αγοράκι και ένα κοριτσάκιζευγαράκιδεν σου μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη και φοβηθήτε πάλιν.

Ιδού λοιπόν με ολίγας λέξεις. Όταν ο Π. εβεβαιώθη περί της συμφοράς του, ηκολούθησαν σκηναί σπαραξικάρδιοι. Η σύζυγός του πράγματι μετά τινας ημέρας έφερεν εις φως έν αγοράκι. Ο Π. δεν είχε το θάρρος να εισέλθη εις τον κοιτώνα της. Έκλαιε και εκόπτετο, όταν δ' εκείνη ανέλαβε, τον προσεκάλεσε και έπεσεν εις τους πόδας του οδυρομένη.