United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα άφησε, μωρέ παιδί, την καθέγλα! ανεφώνησεν ο Σαϊτονικολής, ιδών ότι το πείσμα του Μανώλη εξέσπα εις αυτήν. Δε σου φταίει αυτή. Έπειτα εξηκολούθησεν: — Ο ερίφης ήθελε να τον αφίνουνε να μεροξημερώνεται στο σπίτι του Θωμά· και με το να μη γενή το θέλημά του ερεμπέλεψε κήρχιξε να γυρίζη στα δώματα και στσι ρούγες σαν κουζουλός, να ρίχτη πέτρες και λόγια και να σπα σταμνιά.

Μα ένας συγγραφέας έχει να γράψη πολλά. Δεν μπορεί να βρη πάντα την όρεξη να γράψη για ένα μικρό σγουρόμαλλο αγοράκι, που δεν είχε κάμει στον κόσμο άλλο τίποτε παρά να τρέχη πέρα δώθε και να σκορπίζη σ' όλους τη χαρά. Και στην ποίηση, όπως και στη ζωή, οι μικροί πρέπει να περιμένουνε, γιατί οι μεγάλοι δεν τους αφίνουνε να περάσουν πριν έρθη η σειρά τους.

Είντά ν' αυτά που λες, Μανωλιό; ντα Τούρκοι 'μεστα μεις να παντρευτούμε χωρίς παπά; — Ας μας αφήσουνε να παρθούμε και τότες ας έρθουν και δέκα παπάδες μαγάρι να μας ευλοήσουνε. Μα σα δε μας αφίνουνε; ... Άλλη σωτηρία δεν έχει παρά ναρθής να σε κλέψω· και σα θες παπά, ένα αρνί και δυο τρία κομμάτια τυρί σαν πέψω του παπά Γιώργη, θάρθη τρεχαπετάμενος να μας ευλοήση στο κλεισιδάκι τ' Ομαλού.

« Αφίνουν ίππους κατά γης, » Αφίνουνε ανθρώπους, » Κι' άλλοιτους λόγκους σκόρπισαν, » Άλλοι πίσω γυρίζουν, » Τους βλέπουν οι Πασσάδες τους, » Ροιάζοντας, αχνίζουν, » Φωνάζουν, και τους γύρισαν «'Σ τους 'ματωμένους τόπους

Αλλά πρέπει άλλο να προσέχουμε, δηλαδή το π ο ύ δίνουμε τα χρήματά μας. Δυστυχώς οι πλούσιοί μας τα χρήματά τους τ' αφίνουν οι περισσότεροι σε νοσοκομεία, και λένε πως τ' αφίνουνε στο έθνος, σα νάταν το έθνος άρρωστο. Όπως πάμε, θα καταντήσουν τα νοσοκομεία του έθνους να έχουν τόσα κρεβάτια, όσα κρεβάτια χρειάζονται, για να μπει σε κρεβάτια όλο το έθνος, δηλαδή δέκα εκατομμύρια άνθρωποι.

Να, είπεν επιτέλους ο Μανώλης, δε μ' αφίνουνε μούδε να πάρω την Πηγή, μούδε να τήνε θωρώ. — Αι! κεχάθηκαν η κοπελλιές; είπεν η χήρα. Τσοι Θωμαδιανούς τσοι βιλανούς θα κάθεσαι να παρακαλής εσύ απού 'σαι παρακαλετός όπου κιάνε ζητήξης; Δε σε θέλουν ένα, μη τσοι θες δέκα. Ο Μανώλης εσκέφθη επί μικρόν. Έπειτα είπε: — Ναι, μα 'γώ τήνε θέλω την Πηγή.

Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας, ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος.

Εσύ φταις, Κεριάκο· κανένας άλλος, — Μα σα δε σ' αφίνουνε ήσυχο. — Ο φρόνιμος άθρωπος κάνει μιαν απόφασι, την καλλίτερη και ησυχάζει· σου τόπα κι' άλλη φορά! Ήδωκες το λόγο σου; βάσταξέ τονε· ευτά ξέρω γω. Και εσήκωσε τη βουκέντρα και έβαλε το ζερβό του χέρι στο αλέτρι απάνω. — Καλό βράδυ, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος και αργοπατώντας, απομακρύνθηκε.

Να μη του συνορίζεσαι, γιατί 'νε αψόθυμος, μα κακός δεν είνε. Και στο ύστερο είντα σε γνοιάζει;.. Δε σε φτάνει ... που σαγαπώ εγώ; είπεν η Πηγή με φωνήν μόλις ακουσθείσαν. Τα μάτια του Μανώλη εξήστραψαν. — Κ' εγώ σ' αγαπώ, είπε, μα θωρείς πως δε μας αφίνουνε. — Και θα περνάς πάλι απού τη στράτα μας να σε θωρώ; — Ντα μπορώ να μην περνώ; είπεν ο Μανώλης και το πρόσωπόν του εκοκκίνιζεν, ως μύδρος.

Βοϊδολάτης ήτανε ο Αγχίσης και τον πήρεν η Αφροδίτη· γίδια έβοσκε ο Βράχιος και τον αγάπησεν ο Απόλλωνας· βοσκός ήτανε ο Γανυμήδης και τον άρπαξε ο Δίας· ας μην περιφρονούμε παιδί, που είδαμε να το ακούν και τα γίδια σαν αγαπητικιές· μα αν αφίνουνε να μένη ακόμη κάτω στη γις τέτοια ομορφιά, ας χρωστάμε χάρη στου Δία τους αετούς.