United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και σιγά σιγά η θύμηση αυτή ξυπνούσε μέσα τους και γινόταν γλυκύτατη ελπίδα και φαντασία ζωηρή. Αυτή η ελπίδα κ' η φαντασία τους σήκωσε στο πόδι στα 1821. Να ορμήσουν κατεπάνω στον Τούρκο και να του ξαναπάρουν την Πόλη και την Αγιά Σοφιά, και να τον διώξουν τον άπιστο από την Ανατολή ολότελα. Καθώς βλέπετε, είχε, και κάτι τι χριστιανικό και σταυροφορικό η ορμή αυτή.

Βάλατε την ψυχή τη νεοελληνική, που βαρέθηκε στους περασμένους πολιτισμούς, επειδή είδε διάφανα πως πέθαναν και πάνε, κ' επειδή έχει κάτι μέσα της, έχει κάτι καινούρια να δημιουργήσει, ― γιατί η ψυχή αυτή κουράστηκε μονάχα από τη θύμηση των περασμένων, αλλά δεν κουράστηκε από τη δημιουργία των ερχόμενων.

Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.

Εδώ σταμάτησε η Έλσα κι άρχισε να ψάχνη στους κορμούς των δέντρων. Κι όταν την είδα να γυρεύη κάτι εκεί, ξύπνησε μέσα μου και μένα κάποια θύμηση κοιμισμένη πολύν καιρό, τόσο ώστε μόλις μου ήρθε μια φορά στο νου στο διάστημα έντεκα χρόνων. Είταν ένα βράδι, τότε που κατοικούσαμε σε κείνο το σπιτάκι που τώρα γκρεμίστηκε, ένα αυγουστιάτικο βράδι.

Είχα δει βράχους γυμνούς να υψώνουνται απάνω από το κύμα, που έσπαζε στα πόδια τους, κ' αιστάνθηκα να ξυπνά μέσα μου η παράξενη θύμηση μιας μεγάλης τρικυμίας, που χτυπούσε με σωρούς άμμο το ευαίσθητο παιδικό πρόσωπό μου. Είναι παράξενο πώς κρατεί κανείς τόσον καιρό μια τέτοια θύμηση κι ακόμα πιο παράξενο πώς μπορεί αυτή κ' ενεργεί με τόση δύναμη μες την ψυχή μας.

Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.

Με τα λόγια της αυτά μου πέρασε στο νου μια θύμηση. Την είδα να περπατά μαζί μου σ' ένα στενό μονοπάτι κάτω από τις φωτεινές σημύδες των βραχόνησων. Απάνωθέ μας φεγγοβολούσαν τάστρα τουρανού και στα πόδια μας έτρεμε στη χλόη το θαμπό αντιφέγγισμα από τα παράθυρα της πρώτης καλοκαιρινής κατοικιάς μας.

Αμέσως κατέβηκε στο νου των γραμματισμένων Ρωμιών μια θύμηση κ' ένας συλλογισμόςμήπως κάνουν και τίποτε άλλο οι τωρινοί Έλληνες από εύκολους συλλογισμούς; ― Και είπαν οι γραμματισμένοι: «Όπως στο Ρωμαϊκό αρχαίο κράτος, άμα δόθηκε ισοπολιτεία σ' όλους τους λαούς, οι Έλληνες κατάφεραν κ' έκαναν το Ανατολικό τμήμα του σιγά σιγά κράτος Ελληνικό, παίρνοντας την πολιτική εξουσία στα χέρια τους, ― έτσι και στο Τούρκικο το κράτος, που κι αυτό κατάχτησε την Ανατολή, αφού τώρα δόθηκε η ισοπολιτεία, οι Έλληνες πάλι θα πάρουν σιγά σιγά την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και θα κάνουν πάλι το κράτος Ελληνικό.

Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας, ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος.

Τόχω καμάρι μου που βάζω κοντά στ' όνομα του μεγάλου μας διηγηματογράφου και το δικό μου όνομα, κ' ευτυχισμένος θα είμαι αν κατορθώσω με αυτή μου την έκδοση να δώσω νέα δύναμη και νέα ζωή στη θύμηση και την αγάπη του κάθε ξενιτεμένου αναγνώστη και για τον τόπο του και για την κοινή μας πατρίδα.