United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους. — Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα! Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.

Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.

Με ρωτάει πάντα: “πότε θα ξαναπάμε μαζί με τις κυρίες στο πανηγύρι της Παναγίας του Ριμέντιο;” » «Ναι», συνέχισε με ένα τόνο νοσταλγίας, «στα νιάτα μας πηγαίναμε όλοι μαζί στο πανηγύρι. Διασκεδάζαμε με το τίποτα. Τώρα ο κόσμος φαίνεται ότι ντρέπεται να γελάει

Το σήκωσε ψηλά, το χαμήλωσε ως τη γη, το ξανασήκωσε, το έκανε να γελάει, το έφερε έξω σφίγγοντάς το δυνατά στο στήθος της. Ο Τζατσίντο κάθισε έξω έχοντας ανοιχτά τα πόδια και ταλαντεύοντας τα χέρια του ανάμεσά τους, ενώ άκουγε την Καλίνα που τον προσκαλούσε να φάει μαζί της κουκιά μαγειρεμένα με γάλα.

Το θυμάμαι, λέει; Η θύμηση μας απόμεινε... Και δεν είνε που θα σε φάνε τα ψάρια, μόνο θα σου πούνε και τύφλα. Και θα γελάη και το φεγγάρι από πάνω σου. Είδες, αλήθεια, πώς γελάει το φεγγάρι καμμιά φορά; — Το φεγγάρι; Δυο πήχες ανοίγει το στόμα του, Στρατή, σα θέλη να γελάση. Ο Στρατής τέντωσε τα χέρια του και ξεραχαμνίστηκε. Θυμήθηκε τα χρόνια που περάσανε.

Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος, Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια, Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει, Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια, Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι, Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα. Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια. Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.

ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Νικολέτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Ορίστε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Άκουσε. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Γιατί γελάς; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι έχει αυτή και γελάει; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Χι, χι, χι. Τι χάλια είν' αυτά; Χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι είπες; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Ω! Θεέ μου! Χι, χι, χι, χι, χι. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Τι αηδείες είν' αυτές; Με κοροϊδεύεις δηλαδή; ΝΙΚΟΛΕΤΑ Θεός φυλάξοι! εγώ τέτοια πράγματα; χι, χι, χι, χι, χι, χι.

Ποια είναι τα ψεύτικα πράγματα για έναν, αν όχι τα πάθη, που κάποτε τον εφλόγισαν σαν φωτιά; Ποια είναι ταπίστευτα παρ' όσα πίστεψε πιστά; Ποια ταπίθανα, αν όχι όσα έκανε ο ίδιος; Όχι, Ερνέστε, η ζωή μας γελάει με σκιές σαν κανένας παίκτης νευροσπάστων. Της γυρεύουμε ηδονή. Μας την δίνει συντροφεμένη με πίκρα κι απογοήτευση.

Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Καινούργιες ιστορίες έχουμε πάλι; Τι είνε αυτά τα ρούχα, άντρα μου; Δε λογαριάζεις τον κόσμο; Έχεις όρεξι δηλαδή να σε παίρνουν από πίσω όπου πας; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Μόνο οι ηλίθιοι και οι ηλίθιες θα με παίρνουν από πίσω, γυναίκα μου. Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Έννοια σου και δεν περίμεναν ως τώρα για να σ' αρχίσουν στην κοροϊδία. Είνε πολύς καιρός που όλος ο κόσμος γελάει με τα καμώματά σου.

Αλλά ευτυχής, ή δύστηνος Όταν το φως επλούτει Τα βουνά και τα κύματα, Σε εμπρός των οφθαλμών μου Πάντοτες είχον. Συ, όταν τα ουράνια Ρόδα με το αμαυρότατον Πέπλον σκεπάζη η νύκτα, Συ είσαι των ονείρων μου Η χαρά μόνη. Τα βήματά μου εφώτισε Ποτέ εις την Αυσονίαν, Γη μακαρία, ο ήλιος· Κει καθαρός ο αέρας Πάντα γελάει.