United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το πανόραμα των κακουργημάτων του Ντεσκερέ εκτυλίσσεται ενώπιον του κακουργιοδικείου Ναυπλίου, ο κόσμος παρακολουθεί το θέαμα και ο ληστής, μη δυνάμενος να ρίψη σφαίρας κατά της πολιτείας και της δικαιοσύνης, ρίπτει περιφρονητικά σκώμματα κατά των νόμων, οίτινες τον θεωρούν Λερναίαν Ύδραν. — Ποιος θα μου δανείση τώρα μίαν άλλην κεφαλήν, διά να εκτελεσθή η δευτέρα θανατική ποινή;

Παρακάτω εις την βρύσιν, την πεντάκρουνον, του Προφήτου Ηλιού, εκάθησαν αι γυναίκες ν' αναπνεύσουν. Έπιον διαυγές ύδωρ από της αφθόνου πηγής και ανέκτησαν το θάρρος των ολίγον και τα χρώμα των. Ήτο ωραίον εκείθεν τα εξαπλούμενον έξοχον θαλασσινόν πανόραμα.

Πάσκισα μ' άλλους λόγους να κάμω το βιβλίο μου είδος πανόραμα, για να τους καλονοιώσουμε τους προγόνους μας, ο μόνος τρόπος να καλονοιώσουμε και τον εαυτό μας. Εξόν από τον Ιστορικό κ' εθνικό σκοπό, έχει αυτό το έργο και σκοπό γλωσσικό. Βαρεθήκαμε πια να τακούμε πως η ρωμαίικη η γλώσσα είναι κατάλληλη για τραγούδια και για παραμύθια, για τίποτις άλλο όμως όχι.

Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών.

Με απέσπασεν εκ της προσοχής, με την οποίαν επεξειργαζόμην το ποικίλον εκείνο πανόραμα, ήχος φαιδρός κωδώνων εκ παρακειμένης εκκλησίας. Με ανέμνησεν ότι η ημέρα ήτο Κυριακή. Ότε, αφού ηυτρεπίσθημεν με την ησυχίαν μας, εξήλθομεν από το δωμάτιόν μας, εύρομεν τον Κ. Μελέτην εις την αίθουσαν, πίνοντα τον καφέν του.

Έρχουνται τα όνειρα και τονε χορταίνουνε με το ουράνιο το μάννα τους. Μη βλέπης πως χάνει ο Τόπος δυο χέρια που μπορούσανε να του φυτέψουν ένα κρομμύδι. Μια τέτοια ζημία δεν είναι τίποτις μπρος ταθάνατα τα δώρα που μας ετοιμάζει το Μεγάλο το Κεφάλι. Σκοπεύω να σε φέρω σε μια παράταξη τώρα· να τηνε δης την Αθήνα σε μεγάλο πανόραμα.

Από την κορφή του βουνού της Καστρίτσας ανοίγεται μπροστά στα μάτια του περιηγητού μεγάλο πανόραμα κ' έμμορφο. Ο ουρανός απλώνεται απάνω καθάριος και γαλανός κι από τ' αμέτρητα κι ανερεύνητα ύψη του χύνει ο χινοπωριάτικος ήλιος τες θαλπερές του αχτίδες στην πλάση κάτω, που προβάλλει σα νιόπαντρη γυναίκα, ζωηρή, γιομάτη φως και χρώματα κι ωμορφιά.

Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι' όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.

Πολλάκις εσταμάτησα καθ' οδόν και εστράφην προς τα οπίσω, ίνα θαυμάσω το αμίμητον εκείνο πανόραμα, πάντοτε δε, οσάκις εστάθην, εσυλλογίσθην σε την ξενιτευμένην, και επόθησα να σε είχα την στιγμήν εκείνην πλησίον μου.

Μα εκείνη χύνεται στον κόρφο του, δε θέλει να σαλέψη από κοντά της. Κλαίει και μαργαριτάρια κυλούν από τα μάτια της· γελάει και δροσερά τριαντάφυλλα πέφτουν από τα μαγουλά της· στενάζει και στενάζει το παλάτι σα σπασμένη κιθάρα. Άμοιρη νια! θα μπορέσης τάχα ν' αλλάξης το πικρό μοιρογράφημα; Κάτω ξετυλίγεται απέραντο πανόραμα με λαγκαδιές, με κάμπους, με θάλασσες, και με χωριά.