United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ποιος αφτός; Εγώ δα που και τόσο θρήσκος δεν είμαι, δεν είμαι διόλου. Ίσια ίσια για τούτο. Είμαι τώρα μόνος και φοβούμαι. Μόνος ολομόναχος. Ο κόσμος και γω. Τίποτις άλλο. Στον ουρανό κανένας! Και τι πειράζει; Ας είναι ή ας μην είναι στον ουρανό κανένας, όπως κι αν το πάρης, ή έτσι ή αλλιώς, η ιδέα μου αφτή πως θα πεθάνω, γιατί καθήσαμε στο τραπέζι δεκατρείς, μπορεί να είναι μπόσικη.

Τι; ενύσταξες κι' όλα; ηρώτησεν η σύζυγός του, ακούουσα μάλλον ή βλέπουσα την συζυγικήν εκείνην χασμωδίαν. Μήπως δεν είσαι καλά; — Καλά είμαι . . . αλλά βαρηούμαι κ' εγώ . . . 'ξεύρεις. — Δεν πηγαίνεις καμμίαν ώραν εις την λέσχην, να διασκεδάσης; — Αποκρηά σήμερον, . . . ποιος θα ήνε εις την λέσχην; Έπειτα . . . μπορεί να μας έλθουν και τίποτις μάσκαραις απόψε . .,

Λέλα, πότε θα σε φιλήσω στο στόμα, δίχως να συλλογιούμαι πια τίποτις άλλο; Πότε θα ξεχάσω τους καημούς; Αγάπη μου εσύ, γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκαμα και με καταστρέφεις; Δε με λυπάσαι; Και μπορώ να το ξεχάσω; Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Κι αφτό σου το λένε ζούλια. Να βλέπης, είναι ζούλια.

Αυτουνού δηλαδή του δρόμου ποιο μονοπάτι να πιάσουμε; Εκείνο που δεν παραδέχεται τίποτις αληθινό, μόνε όσα βεβαιώνουνται κι από άλλους, ή εκείνο που πηγαίνει με την αρχή πως όλα τα σκάνταλα της Απόκρυφης Ιστορίας είναι υπερβολές, λεγμένες από πάθος, έχουν όμως, καθώς οι πιώτερες τέτοιες καταλαλιές, και κάποια ουσία μέσα τους, αρκετή για να τα χάψη ο κόσμος σα να είταν αλήθειες όλα; Νομίζω πως το πιο φυσικό και το πιο λογικό είναι να πάρουμε το δεύτερο αυτό μονοπάτι.

Από τίποτις δεν ξέρουν αφτοί, μήτε από δρόμους, μήτε από ουρανό, μήτε από ζωή. Νομίζουν ίσως πως όλο το έθνος θα περπατή με τη γραμματική στο χέρι, θα ψάχνη στα βιβλία πώς λέγεται η γενική της οδού! Αν είναι όμως όλο το έθνος να βαδίζη με τη γραμματική στο χέρι, δεν υπάρχει έθνος. Μήτε αγρονομία τότες υπάρχει, μήτε στρατός, μήτε τίποτις! Γραμματισμένο έθνος δε φάνηκε ποτέ.

Μωρή τα νιάτα σου θ' ακούμε ή τον αρραβώνα μαθές; Πιπ. Από τόνα ήθελα νάρθουμε στάλλο. Και συ πάλε μας κάνεις δα την ανήξερη! Περμ. Αστροπελέκι να πέση και να με κάψη, ανίσως κι άκουσα τίποτις. Ένα γαμπρό ξέρω στη γειτονιά μας, κι αυτός είνε της Τρυποβράκας ο γυιός. Πιπ. Τώρα μας ξύπνησες και του λόγου σου. Ο κόσμος τόχει τούμπανο και συ μας τόβγαλες για κρυφό.

Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάιδησε σαν ταηδόνι. Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορώτερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλη να τρέξη ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω.

Μόνο με τους Αρχόντους δεν είταν αγαπημένος, ίσως επειδή δεν του άρεζαν οι τελετές και τα πολυέξοδα μεγαλεία, συστατικό που του αφήκε δα και όνομα πως είτανε φιλάργυρος. ΠΕΜΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ιουστίνος και πρώτα χρόνια Ιουστινιανού Είταν ο Ιουστίνος από τη Δαρδανία, φτωχογεννημένος κι αυτός καθώς τόσοι άλλοι που από τίποτις καταντούσανε μεγάλοι τους καιρούς εκείνους.

Σα δω τίποτις τέτοιο, καμαρώνω και λέω· «Μπράβο του! Να που ο τάδες έβγαλε κ' ένα καλό βιβλίο. Προτιμώ μάλιστα να βρέθηκε κανένας άλλος να το γράψη, κι ο ίδιος να γλυτώσω από τον κόποΔιά τας κυρίαςΚαι πώς την ευρήκατε την Αθήνα; — Όμορφηόμορφη! — Τι σας ήρεσε περισσότερον; — Όλα· ο ουρανός, οι δρόμοι, τα σπίτια. Μα δεν είναι κ' η Ακρόπολη; Αφτό πια θα έφτανε και μόνο του.

ΧΙΟΣ. Κ' ίντα σας έκαμα εγώ μαθές; ήφτεξά σας τίποτις; εγώ ριξα το πιστόλι; εγώ βάρεσα τον κρητικό; ε μιλλήτενε μαθές; Ίντ άκαμα; εγώ άρματα ε φορώ, που να πήτεν πως βόθουμουν τ' αρβανίτη, — ε ίνταεν εκοιμούμουνε; ΑΣΤ. Δεν περνούνε σε μένα Μπαρτζολέταιςθα σε στείλω α ρέστο νον ζε κάζο. ΧΙΟΣ. Χίλλια ριάλλια δίνω σας, και μη με στέρνετε στη φυλακή, γιατί με σβύνετεν πλια.