Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Μαΐου 2025


Ο πατέρας μου συχωρέθηκε πρι να γεννηθώ... Είμουμα λοιπόν της μάννας μου γυιός, και μ' εκείνην αρχίζω αυτά τα πρώτα μου χρόνια. Και τ' αρχίζω με λίγα λόγια. Σκοπός μου, καθώς είπα, είναι να γνωριστώ με την αφεντειά σου, αγνώριστε πατριώτη και κληρονόμε μου. Να ξέρης ποιος είναι που σου αφίνει αυτή την παράξενη σερμαγιά. Α σου πω πως είμαι ο Γεροδήμος, τίποτις δε θα καταλάβης.

Πέτρες, πέτρες, κ' ένα σύννεφο σκόνη. Τίποτις άλλο δε θυμούμαι της τρομερής εκείνης βραδιάς, παρά που ήρθαν κατόπι μ' αναμμένα δαδιά, και σήκωναν πέτρες, και φώναζαν, κι αναστέναζαν, κ' έκλαιγαν. Μου φαινότανε σα να είμουνα μισοθαμμένος. Δεν πονούσα πουθενά, μα θαρρούσα πως σε δύο κομμάτια χωρίστηκα. Έτσι κι ο νους μου είτανε χωρισμένος.

Δε γίνεται. Είναι αδύνατο να γίνη. Δεν μπορεί να ξυπνήσουμε δεκατρείς. Θα ξυπνήσουμε δώδεκα. Ποιος άραγες, ποιος είναι που δε θα ξυπνήση με τους άλλους; Ποιος; Εγώ που το συλλογίστηκα! Είναι αλήθεια που θα πεθάνω; Προτού φέξη; Τι να κάμω; τι να κάμω, για να γλυτώσω; Ο ίδιος αφτός ο καταραμένος που ήρθε και πέρσι! Ησύχασα! Ο φόβος μου δεν είχε τον τόπο του. Τίποτις δε θα πάθω.

Από τα τέτοια τιποτις δε βγαίνει· από τα ρομάντσα, από τους στίχους, από το θέατρο θα φανή αν είναι άξιο το έθνος να δείξη ποίηση και φαντασία, να κάμη και φιλολογία δική του, — όχι όμως από τας γλωσσικάς παρατηρήσεις!

Εκεί που πια δεν είναι ενέργεια καμιά, εκεί που σου κατάντησαν όλα αδιάφορα, που για τίποτις δε σε μέλει, εκεί μη γυρέβης τον παράδεισο, αν και φαίνεται παράδεισος να μην έχης έννοιες, πίκρες και καημούς. Κάλλια την κόλαση παρά τέτοια παράδεισο.

Ζωγραφιές μαζεύουμε, και τίποτις άλλο. Μα αυτό δεν πάει να πη και πως δε νοιώθουμε κόσμο. Παιδί δεν είνε που δε σκαρώνει ένα μικρόκοσμο γύρω του, με τους φίλους του, με τους εχτρούς του, άλλους να του ζητούνε δανεικά, άλλους να τονε ζουλεύουν, άλλους να τον κατατρέχουν, κι άλλους να τονε διαφεντεύουν. Παιδί δεν είνε που δεν έχει τις συλλογές του, τις πίκρες, τις στενοχώριες.

Σα σηκωθήκαμε, πήγα στο παράθυρο να κοιτάξω, νακούσω τίποτις που να με ζωντανέψη. Ησυχία, και μοναξιά! Μήτε τρουξαλλίδες, μήτε βρύσες, μήτε αμπελοβάβρακα!...

Από τις μυριάδες που γράφηκαν τώρα κ' εξήντα χρόνια, σκύψε και μάζεψε απ' όπου θέλεις. Θα βρης εννιακόσους εννενήντα στους χίλιους ή αδούλευτους στίχους, ή μισοδουλεμένους, ή δουλεμένους, μα δίχως το στερνό στερνό «λούστρο ». Τι βγάζουμε και με τούτο; Πώς δεν πονεί τίποτις άλλο, δε θυσιάζεται για τίποτις άλλο ο Ρωμιός παρά για το δικό του, εκείνο δηλαδή που φαντάζεται πως είνε δικό του συφέρο.

Παντού ζητούμε τη σειρά αλάκαιρη. Πρώτα, όταν απαντούσαν έναν τύπο ψη αντίς ψυχή, έλεγαν αμέσως που χάθηκε το χ, κ' έτσι έγινε η ψυχή, ψή. Δε μιλώ για όσους νομίζουν και μας διδάσκουν που η ψυχή έγινε ψή, «κατά παραφθοράν», γιατί μ' αφτό το λίγο δεν ξηγούν τίποτις κ' έπρεπε τουλάχιστο να μας πουν πώς και με τι τρόπο έγινε αφτή η παραφθορά. Τόσο έφκολα τα πράματα δεν είναι.

Η ζούλια, φίλε μου, είναι μια καταχνιά που κυλιέσαι μέσα της δίχως να βλέπης πια τι σου γίνεται, που κάθε ώρα φοβάσαι, που τρέμεις να μάθης κι όλο γυρέβεις να μάθης, που δε θέλεις μάτι να την κοιτάξη κι ανέμου φυσιματιά να την αγγίξη, που σε πιάνει φρίκη μήπως σε ξεχάση μια στιγμή, που ησυχία δε βρίσκεις, γιατί ξέρεις πως η ζωή είναι λίγη, γιατί είναι απέραντος ο πόθος της ψυχής και δε χορταίνει, γιατί όλα μας αποχαιρετούν, όλα ένα ένα μας αφίνουν, εκεί που τα ζητούμε αιώνια όλα, γιατί άμα σου πη μια γυναίκα πως σ' αγαπά και την αγαπήσης εσύ με το χτύπημα της καρδιάς σου, άρχισε η μεγάλη ταραχή, ξεφυτρώνουν οι υποψίες, σκιάζεσαι με το παραμικρό, με το πιο ασήμαντο πράμα, δεν μπορείς να γλυτώσης από τον καημό, όχι τάχατις πως την έχεις άπιστη εκείνη, όχι πως αλήθεια σε γελά, μα γυρέβεις μια αγάπη που ο κόσμος δε θα στη δώση, μια ατέλειωτη αγάπη, μια αγάπη ακέρια και παντοτεινή, που σύννεφο δεν την είδε, που τίποτις δεν τη λιγοστέβει, μια αγάπη που κάθε λογισμός της αγαπημένης να είναι δικός σου, που μήτε η ομορφιά τουρανού μήτε της άνοιξης τα χάδια να μην είναι άξια να μαγέψουν τη μονάκριβη κόρη, να της βάλουν, ας είναι και μια στιγμή, άλλη ιδέα στο νου της, άλλη χαρά, ξένη χαρά στην ψυχή της, μια αγάπη που, θέλει δε θέλει, να μην μπορέση να σε γελάση, ας είναι και με το φύλλο που παίζει, ας είναι και με το φως που λούζει το πρόσωπό της, μια αγάπη που πρέπει να είναι όλη της για σένα και μόνο, να τη βαστάς, να τη φυλάης πλάγι σου κάθε ώρα, σαν το φιλάργερο που κρύφτει το μάλαμά του, για να μην το λερώση κι ο ήλιος ο ίδιος.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν