United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε... Αυτού καταντήσαμε...

Αν θέλης δε να μάθης και τι γίνεται όταν κανείς δεν ακολουθή την συμβουλήν αυτήν, κύτταξε αυτόν τον άνθρωπον, ο οποίος από την μεγάλην του αφοσίωσιν εις τα γράμματα, και δεν κοιμάται καλά, και δεν γυμνάζει διόλου τα μέλη του σώματός του κ' έχει καταντήσει σκελετός από τας πολλάς φροντίδας.

Ήξευρε όλαις ταις ξέραις, ως έλεγε, να περάση με κλειστά 'μάτια, αλλά «του ήρχετο άσχημα να τον δασκαλεύουν τα παιδιά του». Όταν τω υπεδείχθη ποτέ γνωστή εις αυτόν ύφαλος: — Συ θα με μάθης, βρε αγράμματε; Είπεν ο καπετάν Κωνσταντής θυμωμένος, εν ώ ως δεξιώτατος ναυτικός ήτο έτοιμος να στρέψη την πρώραν και παρακάμψη την ύφαλον.

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλ' ούτ' εχθρός σου αυτό να λέγη εσυγχωρούσα· και μη τόσο σκληρά τ' αυτιά μου υποχρεώσης δικήν σου εις βάρος σου ν' ακούσουν μαρτυρίαν· καλώς γνωρίζ' ότι οκνηρός εσύ δεν είσαι. Αλλάτην Ελσινόρην τι ζητείς; Πριν φύγης θα μάθης από εμάς να πίνης ανδρειωμένα . ΟΡΑΤΙΟΣ Ήλθα, Κύριε, να ιδώ το ξόδι του πατρός σου.

Εκείνο δε που είπον εγώ, τουναντίον, μας καθιστά εργατικούς και ερευνητικούς· εις τούτο δε εγώ, ακραδάντως πιστεύων, Θέλω μαζί σου να ζητήσω τι είναι αρετή. Μένων Μάλιστα, Σωκράτη· αλλά πώς το λέγεις, ότι τίποτε δεν μανθάνομεν, αλλ' ό,τι καλούμεν μάθησιν είναι απλώς ανάμνησις; ειμπορείς να μου το μάθης πώς συμβαίνει έτσι;

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.

— «Πέκι εή, κουζούμ, πέκι εή», μουρμούριζε το Ουρί από το καφάσι. «Πρόσεχε μοναχά, γιατί έρχεται ο Εφέντης». Γυρίζει από την άλλη ο Ηλίας, και βλέπει τον Αγά και σίμωνε σιγοπερπατώντας γιαλό γιαλό. Βγαίνει και τον ανταμώνει. Καταχάρηκε ο Αγάς σαν τον είδε. — Και πού είναι τα κιουτάπια σου, του λέει. — Έφεντημ, του κάνει ο Ηλίας, με τα κιουτάπια ρωμαίικα ποτές δε θα μάθης.

Μέσα σου τι πιστεύεις; ότι είσαι θυγάτηρ των; Η κόρη έκαμε μορφασμόν. — Ειμπορεί να είμαι, είπεν. — Ειμπορεί. Αλλά δεν έχεις βεβαιότητα, καθώς φαίνεται. — Δεν έχω, είπεν η Αϊμά. — Τότε, εις την κεφαλήν σου δεν κατέβη ποτέ καμμία ιδέα; δεν σ' εφώτισεν η φαντασία σου; — Εις τι πράγμα; — Ότι αυτοί δεν είνε γονείς σου. — Τι ωφελεί αυτό; Αφού δεν γνωρίζω ποίοι είνε. — Ειμπορείς να τους μάθης.

Δεν παραστράτησ' ο καιρός από τον ίσιο δρόμο, μόνον οι έννοιες σε 'ξυπνούν και τις νυχτιές μακραίνουν. — Μην ξέρεις απ' ονείρατα; γιατ' είδα απόψε κάτι, κάτι καλό στον ύπνο μου και θέλω να το μάθης. Πρέπει καθώς μοιράζομε οι δυο την ψαρική μας, το ίδιο να μοιράζωμε και τα ονείρατά μας.

Εγώ τα Τούρκικα τάμαθα μιλώντας με το Λατίφη το γείτονά μας. Κι ο Λατίφης πάλι τάμαθε τα ρωμαίικα τραγουδώντας μαζί μου. Με την αφεντειά σου να τραγουδώ, δεν ταιριάζει. Μπορούμε όμως να συντυχαίνουμε ταπομεσήμερο σα γυρίζης περπατώντας από το μεζλίσι. Έτσι θα τα μάθης μια μορφιά τα ρωμαίικα. — Καλά, λέει ο Αγάς χαδεύοντας τα γένεια του. Κ' έτσι γίνεται.